Λέξη: θνησιμότητα

Σχετικές λέξεις: θνησιμότητα

θνησιμότητα ελλάδα, θνησιμότητα λεξικο, θνησιμότητα ορισμός, θνησιμότητα συνώνυμα, θνησιμότητα θνητότητα, θνησιμότητα στην ελλάδα, θνησιμότητα επιδημιολογία, θνησιμότητα νεοσσών, θνησιμότητα καρκίνου, θνησιμότητα βικιλεξικο

Συνώνυμα: θνησιμότητα

θνητότητα, θνητότης, θνησιμότης

Μεταφράσεις: θνησιμότητα

θνησιμότητα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mortality, death rate, lethality, mortality of, mortality rate

θνησιμότητα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mortalidad, la mortalidad, de mortalidad, mortalidad por, mortalidad de

θνησιμότητα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sterblichkeit, Sterblichkeit, Mortalität, Mortalitäts, Sterbe

θνησιμότητα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mortalité, la mortalité, de mortalité, de la mortalité, taux de mortalité

θνησιμότητα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mortalità, di mortalità, la mortalità, mortalità per, della mortalità

θνησιμότητα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mortalidade, de mortalidade, a mortalidade, da mortalidade, mortalidade por

θνησιμότητα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sterfte, sterftecijfer, sterfelijkheid, mortaliteit, de sterfte

θνησιμότητα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
человечество, падеж, смертность, смертельность, смертности, летальность, смертности от

θνησιμότητα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dødelighet, dødeligheten, mortalitet, jordelivet

θνησιμότητα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dödlighet, mortalitet, dödligheten

θνησιμότητα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuolleisuus, kuolevaisuus, kuolleisuutta, kuolleisuuden, kuolleisuuteen, kuolevuus

θνησιμότητα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dødelighed, mortalitet, dødeligheden, død, dødsfald

θνησιμότητα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smrtelnost, mortalita, úmrtnost, úmrtnosti, mortality

θνησιμότητα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
umieralność, psucie, śmiertelność, śmiertelności, umieralności, zgonów

θνησιμότητα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
halálozás, halandóság, halálozási, mortalitás, mortalitást

θνησιμότητα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ölüm oranı, mortalite, ölüm, mortalitesi, mortalitenin

θνησιμότητα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
смертність

θνησιμότητα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vdekshmëri, vdekshmërisë, e vdekshmërisë, vdekshmëria, e mortalitetit

θνησιμότητα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смъртност, смъртността, на смъртността, смърт

θνησιμότητα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
смяротнасць, сьмяротнасьць

θνησιμότητα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suremus, suremuse, suremust, suremusele, suremusega

θνησιμότητα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ugibanje, mortalitet, smrtnici, smrtnost, smrtnosti, mortaliteta, je smrtnost

θνησιμότητα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dánartíðni, dauðsfalla, dauðsföll, dauði, dauðsföllum

θνησιμότητα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mirštamumas, mirtingumas, mirtingumo, mirtingumą, mirštamumo

θνησιμότητα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mirstība, mirstības, mirstību, izraisītās mirstības, izraisītā mirstība

θνησιμότητα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
смртност, морталитетот, морталитет, смртноста, на смртност

θνησιμότητα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mortalitate, mortalității, mortalitatea, mortalitatii, de mortalitate

θνησιμότητα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
smrtnost, umrljivost, smrtnosti, umrljivosti, mortaliteta

θνησιμότητα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mortalita, smrteľnosť, smrteľné, porušiteľnosť
Τυχαίες λέξεις