Odreći στα ελληνικά
Μετάφραση: odreći, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκηρύσσω, απάρνηση, εγκαταλείπω, αποποιούμαι, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- odrezak στα ελληνικά - μπριζόλα, φιλέτο, μπριζόλας, μπριζόλες, steak
- odrezati στα ελληνικά - κοπή, κόψιμο, κόβω, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, ...
- odrečan στα ελληνικά - αρνητικός, αρνητική, αρνητικές, αρνητικό, αρνητικά
- određen στα ελληνικά - περιορισμένος, οριστικός, απτός, θετικός, ρουτίνα, συνεπάγομαι, πεπερασμένος, ...
Τυχαίες λέξεις
Odreći στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκηρύσσω, απάρνηση, εγκαταλείπω, αποποιούμαι, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από
Μεταφράσεις: αποκηρύσσω, απάρνηση, εγκαταλείπω, αποποιούμαι, αποκηρύξουν, αποκηρύξει, να αποκηρύξει, παραιτηθεί από, παραιτηθούν από