Λέξη: ακριβολογία
Συνώνυμα: ακριβολογία
ακρίβεια, σχολαστικότητα, αυστηρά τυπικότης, αυστηρά τυπικότητα, ευσυνειδησία
Μεταφράσεις: ακριβολογία
ακριβολογία στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
nicety, scrupulousness, precision, scrupulosity, punctilio, strictly speaking
ακριβολογία στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sutileza, escrupulosidad, escrúpulo, escrúpulos, la escrupulosidad, meticulosidad
ακριβολογία στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
feinheit, Gewissenhaftigkeit, scrupulousness, sorgfältig jede, Skrupellosigkeit, Skrupel
ακριβολογία στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
exactitude, précision, délicatesse, détail, douceur, justesse, finesse, subtilité, fidélité, scrupules, minutie, scrupule, le scrupule
ακριβολογία στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
acume, finezza, sottigliezza, scrupolosità, scrupulousness, scrupolo, meticolosità, la scrupolosità
ακριβολογία στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
scrupulousness, escrúpulo, escrupulosidade, escrúpulos
ακριβολογία στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zorgvuldigheid, scrupules, nauwgezetheid, de zorgvuldigheid
ακριβολογία στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аккуратность, придирчивость, точность, утонченность, изысканность, изящество, щепетильность, пунктуальность, разборчивость, скрупулезность, добросовестность, скрупулезности
ακριβολογία στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
scrupulousness
ακριβολογία στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samvetsgrannhet
ακριβολογία στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hienous, nyanssi, scrupulousness
ακριβολογία στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
omhyggelighed
ακριβολογία στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vybíravost, jemnost, přesnost, choulostivost, detailnost, příjemnost, pečlivost, zásadovost
ακριβολογία στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wybredność, precyzja, subtelność, szczegół, delikatność, dokładność, sumienność, skrupulatność
ακριβολογία στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aggályoskodás
ακριβολογία στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
incelik, titizlik, vicdanlılık
ακριβολογία στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
витонченість, розбірливість, упору, скрупульозність, ретельність, педантичність, прискіпливість
ακριβολογία στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
Scrupulousness
ακριβολογία στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
добросъвестност, безкрайна добросъвестност, и безкрайна добросъвестност
ακριβολογία στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скрупулёзнасць, і скрупулёзнасць
ακριβολογία στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
meeldivus, täpsus, mugavus, pedantsus
ακριβολογία στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
istančanost, poslastica, prefinjenost, pojedinost, scrupulousness
ακριβολογία στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
scrupulousness
ακριβολογία στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kruopštumas, Sumienność
ακριβολογία στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
scrupulousness
ακριβολογία στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
scrupulousness
ακριβολογία στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
subtilitate, scrupulozitate, scrupulozitatea, conștiinciozitate, minuțiozitate
ακριβολογία στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
delikátnost, scrupulousness
ακριβολογία στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pracovitosti, dôkladnosť, starostlivosť, dôslednosť, pracovitosť