Opravdavati στα ελληνικά
Μετάφραση: opravdavati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιολογώ, δικαιώνω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- opravdanost στα ελληνικά - δικαιολογία, τεκμηρίωση, αιτιολογία, σκοπιμότητα, ορθότητα, εγκυρότητα, κύρος, ...
- opravdati στα ελληνικά - συγχωρώ, αφορμή, αθωώνω, απαλλάσσω, ένταλμα, δικαιολογία, δικαιολογούν, ...
- opraštati στα ελληνικά - συγχωρώ, συγχωρήσει, συγχωρεί, συγχωρήσω, συγχωρέσει
- opredijeliti στα ελληνικά - οικειοποιούμαι, κατάλληλος, προορίζω, σφετερίζομαι, να αποφασίσει, αποφασίζει, αποφασίσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Opravdavati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιολογώ, δικαιώνω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν
Μεταφράσεις: δικαιολογώ, δικαιώνω, δικαιολογούν, δικαιολογήσει, δικαιολογεί, να δικαιολογήσει, δικαιολογήσουν