Λέξη: φιμώνω

Σχετικές λέξεις: φιμώνω

φιμώνω συνώνυμα, φιμώνω συνώνυμο, φιμώνω στα αγγλικά

Μεταφράσεις: φιμώνω

φιμώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gag, muzzle

φιμώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mordaza, amordazar, bozal, hocico, boca, cañón, el hocico

φιμώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
knebeln, witz, spaß, knebel, ersticken, würgen, gag, Maulkorb, Schnauze, Maul, Mündung, Mündungs

φιμώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plaisanterie, blague, bâillonner, gag, bâillon, museau, bouche, muselière, canon, le museau

φιμώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bavaglio, museruola, muso, bocca, canna, il muso

φιμώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
amordaçar, gadanhe, piada, mordaça, focinho, focinheira, açaime, cano, boca

φιμώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
grap, mop, snuit, muilkorf, voorsnuit, de snuit, muzzle

φιμώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хохма, тужиться, затычка, кляп, морда, морды, мордочка, дуло, намордник

φιμώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
knebel, munnkurv, snute, snuten, snuteparti, snutepartiet

φιμώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nosparti, nospartiet, munkorg, mynnings, nosen

φιμώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kapula, jäynä, pila, vitsailla, kuje, kuono, kuonon, kuonossa

φιμώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
snude, næsepartiet, næseparti, mule, mundkurv

φιμώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
umlčet, roubík, čenich, náhubek, tlama, ústí, úsťová

φιμώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zakneblować, knebel, kneblować, gag, kaganiec, pysk, morda, kufa, muzzle

φιμώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szájpecek, szájkosár, pofa, fang, orr, csőtorkolati

φιμώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şaka, ağız, namlu, muzzle, namlu çıkış, ağızlık

φιμώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тужитися, кляп, затичка, морда, пика

φιμώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
surrat, turi, grykë, gojëz, grimasë

φιμώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
муцуна, намордник, муцуната, дулото, на муцуната

φιμώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
морда, пыса

φιμώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
anekdoot, koon, koonu, koonul, suukorv, koonuosa

φιμώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čep, njuška, njuške, gubica je, ždrijelo, usta

φιμώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trýni, trýnið, Trýnið á, Trýnislínan, trýnisvídd á

φιμώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
juokas, pokštas, snukis, antsnukis, antšovas, priversti nutilti, nasrai

φιμώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
joks, purns, uzpurnis, apklusināt, respirators, aizliegt izteikties

φιμώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
муцката, муцка, муцката му, муцката на, заштитна корпа

φιμώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
glumă, bot, botul, botului, botniță, gura țevii

φιμώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
tip, gobec, gobca, muzzle, Njuška, gobcu

φιμώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vtip, ňufák, ňucháč, nos, papuľa, čumák
Τυχαίες λέξεις