Plin στα ελληνικά

Μετάφραση: plin, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βενζίνη, αέριο, αερίου, αερίων, φυσικού αερίου, φυσικό αέριο
Plin στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • etnologija στα ελληνικά - εθνολογία, Εθνολογίας, την εθνολογία, η εθνολογία, η Εθνολογία έχει
  • glupi στα ελληνικά - χαζός, ηλίθιος, ηλίθιο, ηλίθια, ανόητο, ηλίθιοι
  • izdati στα ελληνικά - εκποιώ, επιπλέω, παραδίδω, αφήνω, δημοσιεύω, φελλός, εκφωνώ, ...
  • olovo στα ελληνικά - μόλυβδος, ηγούμαι, λουρί, σφαίρα, οδηγήσουν, να οδηγήσει, οδηγήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Plin στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βενζίνη, αέριο, αερίου, αερίων, φυσικού αερίου, φυσικό αέριο