Λέξη: κυνικός

Σχετικές λέξεις: κυνικός

κυνικός διογένης, κυνικός φιλόσοφος, κυνικός λεξικό, κυνικός συνώνυμο, κυνικός φιλόσοφος μένιππος, κυνικός βικιπαίδεια, κυνικός άνθρωπος, αντισθένης κυνικός

Συνώνυμα: κυνικός

σκυλίσιος

Μεταφράσεις: κυνικός

κυνικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cynical, canine, cynic

κυνικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cínico, canino, canina, perro, caninos, colmillo

κυνικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zynisch, Hunde-, Hunde, eckzahn

κυνικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cynique, canin, canine, chien, canines, chiens

κυνικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
canino, cane, canina, canini, cane canino

κυνικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cínico, cilindro, canino, canine, canina, caninos, cão

κυνικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cynisch, hoektand, honds, honden, hond, canine

κυνικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бесстыдный, циничный, цинический, клык, собачий, собак, собачьей, собачьего

κυνικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kynisk, canine, hjørnetann, hund, hunden, hunde

κυνικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
cynisk, hund, canine, hörntand, hund-

κυνικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kärkevä, kirpeä, piikikäs, ironinen, kyyninen, kulmahammas, koira, koiraeläin, canine, koiran

κυνικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hunde, hund, canine, hundens

κυνικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cynický, psí, psím, psů, psího

κυνικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cyniczny, psi, kieł, psów, canine

κυνικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szemfog, kutyaféle, kutya, tépőfog, kutyák

κυνικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köpek, kanin, canine, köpeklerde

κυνικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
цинічний, ікло, клик

κυνικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i qenit, qenit, qen, të qenit, qeni

κυνικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кучешки, кучета, кучешка, куче, кучешката

κυνικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ікол, клык

κυνικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
küüniline, koera, koerte, canine, koerlane, koera-

κυνικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bezobziran, ciničan, pseći, pas, pasji, očnjak, psećeg

κυνικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hundur, Canine, hunda, agaður

κυνικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šuniškas, šuns, šunų, canine, Vilkų

κυνικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cinisks, ilknis, suņu, suņiem, suņa trakumsērga

κυνικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кучешки, кучиња, Животинска, кучешка, Canine

κυνικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
canin, canine, canină, canina, câine

κυνικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
canine, pasji, udarci, pasja, psov Pasja

κυνικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cynický, psie, psí, psia, psej, psov

Στατιστικά δημοτικότητας: κυνικός

Τυχαίες λέξεις