Poljepšati στα ελληνικά
Μετάφραση: poljepšati, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λουσάρω, καλλωπίζω, ομορφύνει, ομορφαίνουν, ωραιοποιήσουν, ομορφύνουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- besposlica στα ελληνικά - απραξία, αργία, απραξίας, τεμπελιά, η αδράνεια
- dojke στα ελληνικά - στήθος, μαστού, του μαστού, στήθους, μητρικό
- elitan στα ελληνικά - ελίτ, αφρόκρεμα, εκλεκτοί, elite, ελίτ των
- lokalitet στα ελληνικά - τοποθεσία, θέσης, περιοχή, τόπο, τοποθεσίας
Τυχαίες λέξεις
Poljepšati στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λουσάρω, καλλωπίζω, ομορφύνει, ομορφαίνουν, ωραιοποιήσουν, ομορφύνουμε
Μεταφράσεις: λουσάρω, καλλωπίζω, ομορφύνει, ομορφαίνουν, ωραιοποιήσουν, ομορφύνουμε