Pomoću στα ελληνικά
Μετάφραση: pomoću, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
με, δια, μαζί, χρησιμοποιώντας, χρήση, με τη χρήση, τη χρήση, χρησιμοποιούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- imućan στα ελληνικά - ευκατάστατος, πλούσιος, εύπορος, πλούσιες, πλούσιους, πλούσιοι, πλούσιων
- konačno στα ελληνικά - τελικά, Τέλος, επιτέλους
- ljuljanje στα ελληνικά - κουνώ, κούνια, ταλάντευση, swinging, αιώρησης, αιωρούνται, αιώρηση
- lupetati στα ελληνικά - τρίζω, φλυαρώ, φλυαρία, πολυλογώ
Τυχαίες λέξεις
Pomoću στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: με, δια, μαζί, χρησιμοποιώντας, χρήση, με τη χρήση, τη χρήση, χρησιμοποιούν
Μεταφράσεις: με, δια, μαζί, χρησιμοποιώντας, χρήση, με τη χρήση, τη χρήση, χρησιμοποιούν