Λέξη: ξεκουραστικός

Συνώνυμα: ξεκουραστικός

αναπαυτικός, δροσιστικός

Μεταφράσεις: ξεκουραστικός

ξεκουραστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
restful, refreshing

ξεκουραστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sosegado, reposado, relajante, reparador, descanso

ξεκουραστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ruhig, erholsam, erholsamen, erholsame, restful

ξεκουραστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tranquille, doux, tempéré, pacifique, paisible, placide, rassis, calme, reposant, reposante, réparateur, repos

ξεκουραστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riposante, rilassante, riposo, restful, ristoratore

ξεκουραστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
repousante, restful, tranqüilas, reparador, tranquilo

ξεκουραστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rustgevend, rustig, rustgevende, rustige, goede

ξεκουραστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тихий, спокойный, успокоительный, успокаивающий, спокойного, спокойной, спокойным, успокоительное

ξεκουραστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avslappet, fredfylt, avslappende, god natts, rolig

ξεκουραστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vilsam, rofylld, avkopplande, lugn, rogivande

ξεκουραστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rauhallinen, rauhallista, rauhallisen, syvän, levollisen

ξεκουραστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afslappende, rolig, restful, fredfyldt, god nats

ξεκουραστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pokojný, klidný, mírný, poklidný, uklidňující, klidné, pohodové, klidnou

ξεκουραστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spokojny, kojący, spokojne, restful, spokojnego

ξεκουραστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csendes, nyugalmas, nyugodt, pihentető, a nyugodt, megnyugtató

ξεκουραστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
huzurlu, dinlendirici, huzurlu bir, dinlendirici bir, restful

ξεκουραστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ресторан, спокійний, спокійна, спокійне

ξεκουραστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çlodhës, qetësues, ilaç qetësues

ξεκουραστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спокоен, спокойна, тишина, тих, спокойния

ξεκουραστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спакойны, Спакой

ξεκουραστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kosutav, rahulik, rahunenud, kosutava, rahulikku, restful

ξεκουραστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
miran, umirujući, ugodan, odmarajući, umirujuće

ξεκουραστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
restful, gefur friðsælan

ξεκουραστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ramus, raminanti, atgaivina, rami, ramūs

ξεκουραστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mierīgs, mierīgu, nomierinošs, mierīgas

ξεκουραστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мирен, спокоен, релаксирачко

ξεκουραστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
odihnitor, odihnitoare, restful, liniștit

ξεκουραστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Pomirja, prijeten, restful

ξεκουραστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
upokojujúci, upokojujúce, ukľudňujúci, ukľudňujúce, upokojujúcu
Τυχαίες λέξεις