Λέξη: κουτσομπολεύω

Σχετικές λέξεις: κουτσομπολεύω

κουτσομπολιό ετυμολογία

Συνώνυμα: κουτσομπολεύω

κακολογώ, φλυαρώ

Μεταφράσεις: κουτσομπολεύω

κουτσομπολεύω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gossip, tattle

κουτσομπολεύω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chisme, cotilleo, chismes, el chisme, habladurías, chismes de

κουτσομπολεύω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
plappern, klatsch, getratsch, klappern, klatschbase, geschwätz, plausch, geplauder, plauderei, klatschtante, gerede, schnattern, schwatzen, schwatz, klatschmaul, plaudermaul, Klatsch, Tratsch, Geschwätz, Gerede

κουτσομπολεύω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
potin, bavardage, potiner, deviser, cancans, commérage, cancaner, bavarder, racontar, caqueter, calembredaine, commère, jaser, commérer, qu'en-dira-t-on, papotage, potins, commérages, ragots, racontars

κουτσομπολεύω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pettegolezzo, pettegolo, diceria, chiacchierare, spettegolare, voce, pettegolezzi, chiacchiere, di gossip, il pettegolezzo

κουτσομπολεύω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
groselha, fofoca, fofocas, bisbolhetice, gossip, de fofocas

κουτσομπολεύω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
praatje, kwaadspreken, kletsen, babbelen, gebabbel, praatjes, gepraat, roddel, roddels, roddelen

κουτσομπολεύω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
краснобайство, плотва, пустословить, молва, шушукаться, фискалить, толки, кумушка, болтовня, болтать, сплетня, судачить, насплетничать, сплетничать, сплетник, сплетни, сплетен, слухи

κουτσομπολεύω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sladder, på titter.no, gossip, sladderen

κουτσομπολεύω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skvaller, skvallret, gossip

κουτσομπολεύω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jutustella, turista, kuulopuhe, juoru, juorut, juoruja, Gossip, juorujen

κουτσομπολεύω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sladder, sladderen, gossip

κουτσομπολεύω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
klep, klevetit, kecat, žvanění, povídat, žvanit, drbat, tlach, klevetník, tlachat, tlachání, drby, klepy, pomluvy, drbna, pomlouvat

κουτσομπολεύω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gawędzić, plotkowanie, poplotkować, gawęda, bajczarz, plotkarz, paniusia, plotka, plotkarstwo, plotkować, gadanina, plotki

κουτσομπολεύω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
pletyka, Gossip, pletykák, a Gossip, pletykát

κουτσομπολεύω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dedikodu, gevezelik, gossip, bir dedikodu, dedikodular, dedikoduları

κουτσομπολεύω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плітки, поговір, балачки, плітка, базікати, сплетни

κουτσομπολεύω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thashetheme, thashethemet, thashethemet e, gossip, gojosje

κουτσομπολεύω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сплетни, клюка, клюки, клюките, слухове

κουτσομπολεύω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
плёткі, чуткі

κουτσομπολεύω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuulujutt, klatimoor, väljalobisemine, lobisema, lobamokk, keelepeks, kergelt vestlema, ilmajutt

κουτσομπολεύω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ogovaranje, brbljanje, pričanje, trač, Gossip, glasine, ogovaranja

κουτσομπολεύω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
slúður, Gossip, slúðurberar

κουτσομπολεύω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fama

κουτσομπολεύω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paskalos, kūmutė, plepalai, paskala, liežuvauti

κουτσομπολεύω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tenkas, Gossip, pļāpāt, tenkot, baumas

κουτσομπολεύω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
озборувања, озборување, муабети, озборувањето, трачот

κουτσομπολεύω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bârfă, barfa, bârfe, bârfa, barfe

κουτσομπολεύω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gossip, čenče, Trač, trači, govoric

κουτσομπολεύω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klep, klebetnica, klebety, drby, ohovárania
Τυχαίες λέξεις