Posao στα ελληνικά
Μετάφραση: posao, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δουλεύω, εργασία, δεσμός, δουλειά, εργάζομαι, υπόθεση, κοπιάζω, επιχείρηση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dobročinstvo στα ελληνικά - καλοσύνη, φιλανθρωπία, χορηγία, ευεργεσία, ευεργεσίας, ευεργετισμού, ευεργεσίες
- izlagati στα ελληνικά - εκθέτω, έκθεμα, παρουσιάζουν, εμφανίζουν, εκθεσιακό, έκθεση
- knjigovezac στα ελληνικά - βιβλιοδέτης, βιβλιοδέτη, βιβλιοδετείο
- nalijepiti στα ελληνικά - κόλλα, χώνω, κολλήστε, κολλήσετε σε
Τυχαίες λέξεις
Posao στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δουλεύω, εργασία, δεσμός, δουλειά, εργάζομαι, υπόθεση, κοπιάζω, επιχείρηση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές
Μεταφράσεις: δουλεύω, εργασία, δεσμός, δουλειά, εργάζομαι, υπόθεση, κοπιάζω, επιχείρηση, την επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχειρηματικές