Λέξη: σωλήνας

Σχετικές λέξεις: σωλήνας

σωλήνας pvc, σωλήνας ποτίσματος, σωλήνας κενού, σωλήνας pitot, σωλήνας kehr, σωλήνας άρδευσης, σωλήνας απορροφητήρα, σωλήνας άρδευσης φ20, σωλήνας αποστράγγισης, σωλήνας αλουμινίου

Συνώνυμα: σωλήνας

αγωγός, αυλός, σωλήν, πίπα, πίπα καπνίσματος, σωληνάριο, σύριγξ, σήραγξ, κανάλι, διώρυγα, οχετός, αυλάκι, σωλήνωση, σωλήνες, οξύς, υπόγειος διάβαση

Μεταφράσεις: σωλήνας

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tube, tubing, pipe, conduit, hose, tube is
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conducto, cañón, metro, pipa, caño, válvula, tubo, tubo de, del tubo, el tubo, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
u-bahn, rohrleitung, untergrundbahn, röhre, rohr, pfeife, schlauch, metro, pfeifenkopfschlüssel, rohre, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tuyauterie, canon, tubulure, conduit, métro, tubage, conduite, canule, tuyau, outre, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tubo, metropolitana, cannello, canna, pipa, condotto, tubetto, tubo di, del tubo, tubi, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
penoso, condutas, tubulação, cachimbo, pioneiro, cano, canudo, tubagem, tubo, válvula, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
metro, tabakspijp, roer, leidingen, loop, steel, pijp, slang, buis, kanaal, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жерло, туба, свистать, канал, насвистывать, туннель, бочка, трубопровод, петь, тюбинг, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rør, slange, undergrunnsbane, tube, røret, øret
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rör, tunnelbana, pipa, ledning, slang, röret, tub, tuben
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
piippu, maanalainen, metro, torvi, tuubi, urkupilli, putki, ränni, johto, pilli, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rør, pibe, slange, røret, slangen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dýmka, tubus, tuba, rourka, fajfka, trubice, trubička, potrubí, trubka, metro, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
potok, kineskop, krzykactwo, tubing, rura, świstać, fujarka, piszczałka, tubus, probówka, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
cső, csövet, csőben, csőbe, csövön
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boru, tüp, tüpü, borusu, tube
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
трубка, трубопровід, туба, плата, метро, тунель, труба, люлька, слухавка
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tub, tuba, tube, gyp, tubi
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тръба, епруветка, тръбата, тръби
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трубка, люлька, слухаўка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lõõr, puhkpill, piip, toru, tube, tuubi, katseklaasi, torus
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svirala, cijev, cijevi, pištaljka, cjevovod, frula, lula, proba, lampa, valjak, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rör, hólkur, túpa, rörið, slönguna
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
canalis, calamus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vamzdelis, vamzdis, vamzdynas, pypkė, vamzdžių, tube, vamzdžio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pīpe, metro, caurule, cauruļu, tube, cauruli, caurulīte
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
цевка, цевки, туба, цевката, цевка за
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ţeavă, tub, pipă, metrou, tub de, tubului, tube, tubul de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
cev, tuba, tube, cevi, cevka, cevni
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tuba, trubka, fajka, trubky, trubička, potrubí, trubice, trubica, rúrky, rúry

Στατιστικά δημοτικότητας: σωλήνας

Τυχαίες λέξεις