Slušateljstvo στα ελληνικά

Μετάφραση: slušateljstvo, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ακουστικός, ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου
Slušateljstvo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dvokolice στα ελληνικά - χειράμαξα, αραμπάς, κουβαλώ, σβούρα, συναυλία, gig, την παράσταση στον, ...
  • jedrenje στα ελληνικά - πλεύση, ναυτιλία, ιστιοπλοΐα, ιστιοπλοΐας, ιστιοφόρα, ιστιοπλοϊκό, διέλευση
  • manipulirate στα ελληνικά - χειρίζομαι, χερούλι, μεταχειρίζομαι, χειραγωγήσουν, χειριστείτε, χειριστούν, χειριστεί, ...
  • nositelj στα ελληνικά - κομιστής, πρωταθλητής, οικοδεσπότης, φιλοξενώ, υπερασπιστής, φορέας, κάτοχος, ...
Τυχαίες λέξεις
Slušateljstvo στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ακουστικός, ακροατήριο, κοινό, κοινού, το κοινό, ακροατηρίου