Λέξη: συντριπτικός
Σχετικές λέξεις: συντριπτικός
συντριπτικόσ συνώνυμο
Μεταφράσεις: συντριπτικός
συντριπτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crushing, smashing, overpowering, overwhelming
συντριπτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aplastante, trituración, aplastamiento, de trituración, aplastar
συντριπτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erdrückend, vernichtend, Brech, Zerkleinerungs, Zerkleinern, Zerkleinerung
συντριπτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
broiement, pulvérisation, concassage, écrasant, écrasement, broyage, écraser
συντριπτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
schiacciamento, frantumazione, di frantumazione, schiacciante, di schiacciamento
συντριπτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esmagador, esmagamento, esmagando, esmagar, trituração
συντριπτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breken, verpletterend, verpletterende, verpletteren, het breken
συντριπτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дробление, распашка, толчение, сокрушительный, дробильный, уничтожающий, громовой, дробления, измельчения, дробильно, дробильная
συντριπτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
knusing, knuse, crushing, knusende
συντριπτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
krossning, kross, krossa, krossan, att krossa
συντριπτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
murskaava, murskaus, murskaamalla, murskaus-, murskauksen
συντριπτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
knusning, knuse, knusende, at knuse, knusning af
συντριπτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mačkání, drcení, zdrcující, drtivý, drcením, rozdrcení
συντριπτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zgniecenie, kruszenie, przygniecenie, zgniatanie, miażdżenie, gniecenie, ugniatanie, rozbicie, rozkruszanie, rozdrabnianie, miażdżący, kruszenia, zgniatania
συντριπτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zúzó, zúzás, aprítás, őrlőberendezések, zúzóberendezés
συντριπτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ezme, kırma, taş kırma, taş kırma makinesi, ezici
συντριπτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нищівний, дроблення, роздрібнення, подрібнення, розподіл, поділ
συντριπτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dërrmues, shkatërrimtar, dërrmuese, dërrmuese të, shtypjen
συντριπτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
смачкване, раздробяване, трошене, натрошаване, на смачкване
συντριπτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
драбненне, драбленне, драбнення, дзяленне
συντριπτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
purustav, hävitav, purustamine, purusti, purustamise, purustamist, purustamisel
συντριπτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
porazan, drobljenje, drobljenja, drobljenjem, prignječenja
συντριπτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
alger, mylja, að mylja, crushing, mala
συντριπτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trupinimo, gniuždymo, smulkinimo, smulkinimas, susmulkinimo
συντριπτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
drupināšanas, saspiešanas, smalcināšanas, sasmalcinot, sasmalcināšanas
συντριπτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дробење, гмечење, катастрофален, дроби, кршење
συντριπτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zdrobitor, strivire, zdrobire, concasare, de strivire
συντριπτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
drobljenje, drobljenja, drobljenju, drobljenjem, drobilnica
συντριπτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zdrvujúcu, zdrvujúce, zdrvujúci, zdrvujúca, zdrvujúcej
Τυχαίες λέξεις