Unovčiti στα ελληνικά

Μετάφραση: unovčiti, Λεξικό: κροατικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
κροατικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετρητά, χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών
Unovčiti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • drijemanje στα ελληνικά - νεύμα, NOD, ΝΟϋ, νεύμα για
  • drugi στα ελληνικά - άλλος, δεύτερον, δευτερόλεπτο, αλλιώς, δεύτερος, άλλα, άλλες, ...
  • izraza στα ελληνικά - έκφραση, εκφράσεις, εκδήλωσης, εκφράσεων, έκφρασης
  • okamenjeno στα ελληνικά - λιθοβολώ, πετροβολώ, πέτρα, απολιθωμένο, απολιθωμένα, απολιθωμένου, απολιθωμένων, ...
Τυχαίες λέξεις
Unovčiti στα ελληνικά - Λεξικό: κροατικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετρητά, χρήματα, εξαργυρώνω, μετρητών, ροών, σε μετρητά, ταμειακών