Λέξη: δολάριο

Σχετικές λέξεις: δολάριο

δολάριο ηπα, δολάριο σήμερα, δολάριο αμερικής σήμερα, δολάριο ευρώ, δολάριο καναδά σε ευρώ, δολάριο αμερικής, δολάριο καναδά, δολάριο αυστραλίασ ευρώ, δολάριο σε ευρω, δολάριο αυστραλίας, ισοτιμία δολάριο ευρώ, δολάριο σε ευρώ

Μεταφράσεις: δολάριο

δολάριο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dollar, the dollar, US dollar, dollar is, U.S. dollar

δολάριο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dólar, dólares, dólar de, del dólar, en dólares

δολάριο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dollar, Dollar, Dollars

δολάριο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dollar, dollars, du dollar, dollar des, de dollars

δολάριο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dollaro, dollari, del dollaro, di dollari, dollar

δολάριο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
boneca, dólar, dólares, do dólar, dólar de, de dólar

δολάριο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dollar, de dollar, dollars, dollar van

δολάριο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
доллар, богатство, деньги, крона, доллара, долларов, доллару, долларах

δολάριο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dollar, dollaren, krone

δολάριο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dollar, dollarn

δολάριο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
dollari, taala, dollarin, Dollar, dollaria, dollariin

δολάριο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dollar, dollaren, dollars, dollarens, USD

δολάριο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dolar, dolaru, dolarových, dolarů, dollar

δολάριο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dolar, dolara, dollar, dolarów, Dolar amerykański

δολάριο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
dollár, dolláros, dollárral, dollárhoz, dollárban

δολάριο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dolar, Dollar, doları, dolarlık, dolarlık bir

δολάριο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
долар, багатство

δολάριο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dollar, dollari, dollarit, dollarësh, të dollarit

δολάριο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
долар, долара, долари, на долара

δολάριο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даляр, долар, даляраў, даляры

δολάριο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
dollar, dollari, dollari suhtes, dollarites, dollariga

δολάριο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dolar, dolara, dolar je

δολάριο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dollari, dollara, Bandaríkjadals, gengi Bandaríkjadals, dalur

δολάριο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
doleris, dolerio, Dollar, doleriai, dolerių

δολάριο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dolārs, dolāra, dolāru, dolāros

δολάριο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
долар, доларот, долари, на доларот, вредноста на доларот

δολάριο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dolar, dolari, de dolari, dolarul, dolarului

δολάριο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dolar, dollar, dolarja, dolarjih, dolarjev

δολάριο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dolár, dollar, dolar

Στατιστικά δημοτικότητας: δολάριο

Τυχαίες λέξεις