Deleo στα ελληνικά

Μετάφραση: deleo, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαγράφω, καταστρέφω, εκμηδενίζω
Deleo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • deinde στα ελληνικά - μετά, επόμενος, τότε, έπειτα
  • delecto στα ελληνικά - χαρά, ευφροσύνη, εντρυφώ, ηδονή
  • delibero στα ελληνικά - εσκεμμένος
  • delubrum στα ελληνικά - λάρνακα, παρεκκλήσι
Τυχαίες λέξεις
Deleo στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαγράφω, καταστρέφω, εκμηδενίζω