Λέξη: αλήτης

Σχετικές λέξεις: αλήτης

αλήτης και αμαρτωλός - αντύπας, αλήτης στίχοι, αλήτης στη χώρα των θαυμάτων, αλήτης και μπάτσος, αλήτης λεξικο, αλήτης ετυμολογία, αλήτης και αμαρτωλός, αλήτης συνώνυμα, αλήτης ορισμός, αλήτης αγγλικά

Συνώνυμα: αλήτης

κώλος, ρέμπελος, άστεγος πλανόδιος, άφραγκος πλανόδιος, πλανόβιος, αγροίκος, άξεστος, χαμίνι, αγυιόπαις, παλιάνθρωπος, κτύπος βήματων, χτύπος βήματων, πεζοπορία, γκάγκστερ, ταραξίας, μάγκας, πλάνης, κατεργάρης

Μεταφράσεις: αλήτης

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tramp, bum, hobo, vagabond, vagrant
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
polizón, vagabundo, culo, holgazán, vago, bum
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
landstreicher, wanderer, strauchdieb, irren, wandern, Hintern, gammler, Rumtreiber, bum, Penner
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
piétiner, vagabond, malandrin, chemineau, clochard, gueux, divaguer, pèlerin, cheminer, trimardeur, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vagabondo, barbone, culo, bum, sedere
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vagabundo, bum, vagabundo da, bunda, bumbum
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
landloper, vagebond, zwerver, achterste, bum, Bedelaar van, de Bedelaar van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
босяк, звук, бродяга, потоптаться, волочиться, странствовать, трамп, топотать, топот, топтаться, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fant, omstreifer, vandre, landstryker, bum, boms, rumpa, være Bum, rompa
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bum, luffare, lodis, rumpa, lodisen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiertolainen, kuljeksia, maankiertäjä, taivaltaa, kulkuri, tallustaa, pylly, bum, pummi, pummata, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bum, bums, vagabond, numsen, numse
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šlapat, poutník, tulák, vandrák, pošlapat, dupat, pochodovat, pobuda, zadek, bum, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wędrować, tramp, wędrówka, deptać, łazik, przemierzać, włóczęga, stąpać, włóczyć, tyłek, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vasalás, lábdobogás, lábdübörgés, járkálás, csavargó, csavarog, ingyenélő, tróger, bum
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
serseri, dilenci, popo, kıç, aylak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бродяга, волочитися, мандрувати, бурлакувати, дупа, задница, задниця, зад
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bythë, lypës, bum, ndenjura, të ndenjura
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бродяга, скитник, безделник, скитника, задник
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
задніца, азадак, задніцу, зад
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
libu, pätt, taguots, bum, Pumbata, looder
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skitnica, lutalica, bum, guzica, propalica, tumaralo
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rassinn, Bum, rassinn á
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bulvarinis, bum, bumu, valkata
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klejot, pakaļa, Bum, klaidonis, slaists, bomzis.-
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сокол, скитам, скитник, задникот, безделник
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vagabond, bum, leneș
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vlačuga, bum, klošar, klatež, potepuh, zadnjica
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tulák, zadok

Στατιστικά δημοτικότητας: αλήτης

Τυχαίες λέξεις