Moror στα ελληνικά

Μετάφραση: moror, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βραδυπορώ, καθυστερώ, επιμένω
Moror στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • mora στα ελληνικά - καθυστέρηση
  • morbus στα ελληνικά - νόσος, ασθένεια, αρρώστια
  • mors στα ελληνικά - θάνατος
  • mortifer στα ελληνικά - μοιραίος
Τυχαίες λέξεις
Moror στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βραδυπορώ, καθυστερώ, επιμένω