Λέξη: απομόνωση

Σχετικές λέξεις: απομόνωση

απομόνωση ανάπτυξη παραγωγή και έλεγχος βιοδραστικών φυσικών προϊόντων, απομόνωση αντώνυμο, απομόνωση και σύνθεση φυσικών προϊόντων με βιολογική δραστικότητα, απομόνωση dna, απομόνωση dna στο σπιτι, απομόνωση αντίθετο, απομόνωση πλασμιδιακού dna, απομόνωση dna απο αιμα, απομόνωση dna από μπανάνα, απομόνωση συνώνυμα

Συνώνυμα: απομόνωση

μόνωση, μοναξιά, καραντίνα, κάθαρση, λοιμοκαθαρτήριο

Μεταφράσεις: απομόνωση

απομόνωση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clutch, seclusion, isolation, quarantine, isolate, isolating

απομόνωση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acoplamiento, embrague, aislamiento, el aislamiento, de aislamiento, aislada, aislamiento de

απομόνωση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kuppelung, kupplung, abgeschlossenheit, vogelgelege, abgeschiedenheit, schaltkupplung, gelege, Isolation, Isolierung, Isolations, Trennung

απομόνωση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
serre, empoigner, couplage, enlacer, accouplement, agriffez, étreindre, agriffer, serrement, solitude, serrer, attraper, détachement, manchon, capturer, prendre, isolement, isolation, l'isolement, isolément, isolée

απομόνωση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avvinghiare, adunghiare, frizione, ghermire, innesto, isolamento, di isolamento, l'isolamento, isolato, isolatamente

απομόνωση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
isolamento, de isolamento, isoladamente, o isolamento, isolação

απομόνωση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bemachtigen, grijpen, koppeling, isolatie, isolering, isolement, geïsoleerd, isoleren

απομόνωση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
муфта, высиживать, вцепляться, власть, хватка, заточение, затворничество, лапа, стягивание, зажим, уединенность, сцепление, тиски, захват, сжатие, выводок, изоляция, изоляции, выделение, развязка, изоляцию

απομόνωση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
isolasjon, isolering, isolert, isolert sett, isolasjons

απομόνωση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
isolering, isoleringen, isolerings, isolerat, isolerade

απομόνωση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eristyneisyys, jumiutua, eristäytyminen, jumittua, pitää, kytkin, eristyminen, eristäminen, eristämistä, eristys, eristämisen

απομόνωση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gribe, kobling, isolation, isoleret, isolering, isoleringen, isolationen

απομόνωση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spojka, chňapat, popadnout, izolace, chytit, chytat, odloučenost, odloučení, samota, osamělost, dráp, sevření, pazour, sevřít, svírat, oddělení, izolaci, izolační, izolací

απομόνωση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odludzie, osamotnienie, ściskać, sprzęgło, chwyt, uścisk, oddzielenie, odizolowanie, ustronie, izolacja, pazur, chwytak, zacisze, chwycić, odosobnienie, wyląg, separacja, wyodrębnienie, izolacji

απομόνωση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kuplung, elkülönülés, visszavonultság, elzárkózás, elzárkózottság, szigetelés, elszigeteltség, izolálása, elkülönítési, izolálás

απομόνωση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
izolasyon, yalıtım, izolasyonu, yalıtımı, izole

απομόνωση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зчеплення, владу, яйця, відокремлення, ухопитися, захоплення, ізоляція

απομόνωση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
izolim, izolimi, izolimit, izolimin, izolimi i

απομόνωση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
уединение, хватка, изолация, изолиране, изолацията, изолирано, изолиране на

απομόνωση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ізаляцыя, ізаляцыі

απομόνωση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haare, sidur, isolatsioon, eraldusvõrk, isolatsiooni, isoleerimine, isoleerimise

απομόνωση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
usamljenost, kvačilo, odijeljenost, hrvanje, zgrabiti, spojka, zahvat, šape, izolacija, izolacije, izolaciju, izdvajanje, izoliranost

απομόνωση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einangrun, einangra, að einangra, einangrunar

απομόνωση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sankaba, izoliacija, izoliacijos, izoliavimo, išskyrimas, izoliavimas

απομόνωση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sajūgs, izolēšana, izolācija, izolācijas, izolāciju, izolēšanas

απομόνωση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изолација, изолацијата, изолирање, изолираност, изолација на

απομόνωση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ambreiaj, izolare, izolarea, de izolare, Izolatie, izolat

απομόνωση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spojka, izolacija, izolacije, osamitev, izoliranost, izolacijo

απομόνωση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spojka, izolácia, izolácie, izoláciu
Τυχαίες λέξεις