Possessio στα ελληνικά

Μετάφραση: possessio, Λεξικό: λατινικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λατινικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπίτι, κτήμα, ακίνητο, κατοχή, περιουσία
Possessio στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • porta στα ελληνικά - θύρα, πύλη, αυλόπορτα
  • portus στα ελληνικά - φυγαδεύω, φωλιάζω, αριστερός, λιμάνι
  • possideo στα ελληνικά - αμπάρι, εμμένω, κρατώ
  • post στα ελληνικά - έπειτα, μετά
Τυχαίες λέξεις
Possessio στα ελληνικά - Λεξικό: λατινικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπίτι, κτήμα, ακίνητο, κατοχή, περιουσία