Λεπτότητα στα αγγλικά

Μετάφραση: λεπτότητα, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
subtlety, delicacy, fineness, thinness, niceness
Λεπτότητα στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: λεπτότητα

tact
  • λεπτότητα
  • ορθοφροσύνη
  • λεπτότης
  • τάκτ
comity
  • λεπτότητα
  • λεπτότης
  • ευγένεια
nicety
  • ακριίεια
  • λεπτότητα
  • λεπτότης
  • ορθότητα
  • λεπτολογία
polish
  • στίλβωση
  • λεπτότης
  • στιλπνότητα
  • στιλπνότης
  • λεπτότητα
tenuity
  • λεπτότητα
  • λεπτότης
  • αραιότης
  • αραιότητα
delicacy
  • λεπτότητα
  • λιχουδιά
  • μεζές
  • λεπτότης
  • ευαισθησία
  • ευγένεια
fineness
  • λεπτότητα
  • λεπτότης
niceness
  • λεπτότητα
  • λεπτότης
slimness
  • λεπτότητα
  • λυγεράδα
  • λεπτότης
subtlety
  • λεπτότητα
  • λεπτότης
  • ευφυία
thinness
  • λεπτότητα
  • αραιότης
  • λεπτότης
  • αραιότητα
gauziness
  • λεπτότης
  • λεπτότητα
sheerness
  • λεπτότητα
  • καθαρότης
  • καθαρότητα
  • λεπτότης
daintiness
  • κομψότητα
  • λεπτότητα
  • νοστιμάδα
flimsiness
  • λεπτότητα
  • ελαφρότητα
  • ελαφρότης
refinement
  • διύλιση
  • λεπτότης
  • λεπτότητα
  • ευγένεια
  • εκκαθάριση
  • ραφινάρισμα
sleaziness
  • έλλειψη αντοχής
  • λεπτότητα
  • λεπτότης
slightness
  • ελαφρότητα
  • λεπτότητα
  • ελαφρότης
slenderness
  • λεπτότητα
  • ισχνότης
  • ισχνότητα
  • λεπτότης
tactfulness
  • λεπτότητα
  • λεπτότης
  • ευγένεια
tenuousness
  • αραιότης
  • λεπτότης
  • αραιότητα
  • λεπτότητα
waspishness
  • λεπτότης
  • λεπτότητα
  • δυστροπία
ticklishness
  • γαργαλιστικότης
  • γαργαλιστικότητα
  • ευαισθησία
  • λεπτότης
  • λεπτότητα
consideration
  • θεώρηση
  • μελέτη
  • υπόληψη
  • λόγος
  • λεπτότητα
  • παράγοντας

Σχετικές λέξεις: λεπτότητα

λεπτότητα τσιμέντου, λεπτότητα λεξικό γλώσσας αγγλικά, λεπτότητα στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • λεπτό στα αγγλικά - minute, thin, min, film, fine
  • λεπτός στα αγγλικά - flimsy, tenuous, delicate, subtle, thin, fine, slim, ...
  • λερωμένος στα αγγλικά - dirty, bedraggled, soiled, blurry
  • λερώνω στα αγγλικά - defile, smirch, besmear, befoul, splotch, besmirch, sully
Τυχαίες λέξεις
Λεπτότητα στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: subtlety, delicacy, fineness, thinness, niceness