Ķemmēt στα ελληνικά
Μετάφραση: ķemmēt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χτενίζω, χτένα, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ķekars στα ελληνικά - σύμπλεγμα, συστοιχία, μάτσο, δέσμη, τσαμπί, σωρό, μπουκέτο
- ķemme στα ελληνικά - χτένα, χτενίζω, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας
- ķermenis στα ελληνικά - προβοσκίδα, σεντούκι, σώμα, μπαούλο, σώματος, οργανισμό, οργανισμός, ...
- ķerra στα ελληνικά - τύμβος, χειράμαξα, καρότσι, καροτσάκι, wheelbarrow, χειραμαξίων
Τυχαίες λέξεις
Ķemmēt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χτενίζω, χτένα, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας
Μεταφράσεις: χτενίζω, χτένα, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας