Λέξη: κοινοβουλευτικός
Σχετικές λέξεις: κοινοβουλευτικός
κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος πασοκ, κοινοβουλευτικός συνεργάτης, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος εδεκ, κοινοβουλευτικός έλεγχος μεσα, κοινοβουλευτικός έλεγχος ορισμος, κοινοβουλευτικός έλεγχος, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος δησυ, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος ακελ, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος συριζα, κοινοβουλευτικός έλεγχος είναι ο έλεγχος που ασκεί η βουλή στην κυβέρνηση
Μεταφράσεις: κοινοβουλευτικός
κοινοβουλευτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
parliamentary, parliamentary Under, parliamentarian, for parliamentary
κοινοβουλευτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
parlamentario, parlamentaria, parlamentarias, Parlamento, parlamentarios
κοινοβουλευτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
parlamentarisch, parlamentarischen, Parlaments, parlamentarische, parlamentarischer
κοινοβουλευτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parlementaire, parlementaires, Parlement, parlementaire du, parlementaire de
κοινοβουλευτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parlamentare, parlamentari, Parlamento, legislatura, del Parlamento
κοινοβουλευτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
parlamentar, parlamentares, legislatura, do Parlamento
κοινοβουλευτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
parlementair, parlements-, parlementaire, de parlementaire, Parlement
κοινοβουλευτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
парламентарный, парламентский, парламентской, Парламентская, парламентские, парламентских
κοινοβουλευτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
parlamentarisk, parlamentariske, stortings, parlamentet, Stortingets
κοινοβουλευτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
parlamentarisk, parlamentariskt, parlamentariska, parlaments, parlamentets
κοινοβουλευτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
parlamentaarinen, parlamentin, eduskunnan, parlamentaarisen, parlamentaarista, parlamentin jäsenten
κοινοβουλευτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
parlamentarisk, parlamentariske, Parlamentets, den parlamentariske, det parlamentariske
κοινοβουλευτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sněmovní, parlamentní, volební, parlamentnímu, parlamentního
κοινοβουλευτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sejmowy, parlamentarny, poselski, parlamentarna, parlamentarnej, parlamentarne
κοινοβουλευτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
parlamentáris, parlamenti, a parlamenti, országgyűlési, képviselői
κοινοβουλευτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meclis, parlamento, parlamenter, milletvekili, yapılacak parlamento
κοινοβουλευτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
парламентський, парламентар, парламентер, парламентської, парламентській, парламентською, парламентську
κοινοβουλευτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
parlamentar, parlamentare, parlamentar i, parlamentit, parlamentar të
κοινοβουλευτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
парламентарен, парламентарна, парламентарната, парламентарния, парламентарно
κοινοβουλευτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
парламенцкай, Парлямэнцкай, Парляманцкай
κοινοβουλευτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
parlamentaarne, parlamendi, parlamentaarse, parlamentaarset, parlamentaarsete
κοινοβουλευτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
parlamentarne, skupštinski, parlamentarni, Parlamentarna, parlamentarno, parlamentarnu
κοινοβουλευτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þingsins, Alþingis, þingmanna, þjóðþinga, þing
κοινοβουλευτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
parlamentinis, parlamento, parlamentinė, parlamentinės, parlamentinę
κοινοβουλευτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
parlamentārs, parlamenta, parlamentārā, parlamentāro, parlamentārās
κοινοβουλευτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
парламентарни, парламентарната, парламентарните, парламентарниот, парламентарна
κοινοβουλευτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
parlamentar, parlamentare, parlamentară, parlamentar de, Parlamentului
κοινοβουλευτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
DZ, parlamentarna, parlamentarni, parlamentarno, parlamentarne
κοινοβουλευτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
parlamentní, parlamentné, parlamentnej, parlamentný, parlamentnú, parlamentná
Τυχαίες λέξεις