Λέξη: καρδιά
Σχετικές λέξεις: καρδιά
καρδιά μου πάψε να πονάς, καρδιά μου μόνη, καρδιά από γυαλί στίχοι, καρδιά μου μην παραπονιέσαι, καρδιά μου, καρδιά από γυαλί, καρδιά μου μην ανησυχείς, καρδιά εμβρύου, καρδιά αγκινάρα, καρδιά μου καημένη, μια καρδιά
Συνώνυμα: καρδιά
πυρήνας, πυρήν, κέντρο, κουκούτσι, θάρρος, κροτών, τηλετυπώτης, κροτούν ελαφρώς
Μεταφράσεις: καρδιά
καρδιά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
heart, core, the heart, heart of, heart on
καρδιά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
núcleo, corazón, esencia, del corazón, centro, el corazón, cardíaca
καρδιά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
essenz, kerne, mut, herz, mitte, wesentliche, vorliebe, herzstück, kern, mittelpunkt, gemüt, zentrum, quintessenz, Herz, Herzen, Herzens, Zentrum
καρδιά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
courage, fond, substance, milieu, essence, coeur, noyau, affection, centre, cœur, cardiaque, plein cœur
καρδιά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
animo, cuore, seme, cuori, coraggio, nucleo, centro, cardiaca, di cuore, il cuore
καρδιά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
metade, centro, cerne, núcleo, caroço, ouvir, ouça, meio, âmago, coração, cardíaca, do coração, coração de
καρδιά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hart, pit, middelmaat, moed, binnenste, midden, kern, centrum, essentie, middelpunt, hart van, hartje, het hart
καρδιά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
душа, удалец, любовь, ядро, отвага, центр, дух, плодородие, сущность, милая, сердцевина, великодушие, кардиограмма, середина, эссенция, сердечник, сердце, сердца, сердцем, сердечного, сердечной
καρδιά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjerne, mot, hjerte, hjertet, heart, sentrum
καρδιά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hjärta, hjärtat, hjärt, centrum
καρδιά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ydin, hertta, keskus, keskiö, pokka, keskipiste, sydän, sydämessä, sydämen, heart, sydämesi
καρδιά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hjerte, hjerter, kerne, hjertet, centrum, midt, heart
καρδιά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
srdce, jádro, duch, podstata, odvaha, mysl, srdeční, srdcem, srdečn, srdečního
καρδιά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
męstwo, rdzeń, kardiolog, serce, sedno, głąb, serca, heart, sercem, sercu
καρδιά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szív, szívében, szíve, szívében található, szívvel
καρδιά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gönül, orta, kalp, merkez, yürek, kalbi, heart, kalbin
καρδιά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
серці, мужність, кохання, сутність, сміливість, серце
καρδιά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zemra, zemër, zemra e, zemrës, zemrën
καρδιά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сърце, сърцето, сърдечна, на сърцето, сърдечен
καρδιά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сэрца, сэрцы, сердце
καρδιά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tuum, süda, ärtu, südames, südame, sobivalt, südamest
καρδιά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
središtu, jezgra, srce, srcu, srčanost, srčani, srca, heart, srčanog
καρδιά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hjarta, hugskot, hjartað, í hjarta, hjarta til, og hjarta
καρδιά στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
animus, cor, pectus
καρδιά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
branduolys, esmė, širdis, širdies, širdį, širdyje, širdies susitraukimų
καρδιά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
būtība, sirds, pieķeršanās, kodols, galvenais, dvēsele, sirdi, sirdsdarbības, heart, sirdī
καρδιά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
центарот, срце, срцето, срцева, срцеви, срцев
καρδιά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
afecţiune, curaj, inimă, mijloc, esenţă, inima, inimii, de inima, cardiacă
καρδιά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
srce, duše, srca, heart, srčna, srčni
καρδιά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
duše, odvaha, srdce, srdcové, srdcová, srdcovej, srdcový, srdca