Izšķirt στα ελληνικά
Μετάφραση: izšķirt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθορίζω, υπολογίζω, προσδιορίζω, αποφασίζω, διακρίσεις, διάκριση, εισάγουν διακρίσεις, εισάγει διακρίσεις, κάνουν διακρίσεις
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- izņēmums στα ελληνικά - εξαίρεση, εκτός, εξαιρουμένων, πλην, εξαίρεσης
- izšķirošs στα ελληνικά - αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
- izšķirties στα ελληνικά - υπολογίζω, προσδιορίζω, αποφασίζω, καθορίζω, διαζύγιο, διαζυγίου, το διαζύγιο, ...
- ja στα ελληνικά - ναι, αν, εάν, εφόσον, περίπτωση
Τυχαίες λέξεις
Izšķirt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθορίζω, υπολογίζω, προσδιορίζω, αποφασίζω, διακρίσεις, διάκριση, εισάγουν διακρίσεις, εισάγει διακρίσεις, κάνουν διακρίσεις
Μεταφράσεις: καθορίζω, υπολογίζω, προσδιορίζω, αποφασίζω, διακρίσεις, διάκριση, εισάγουν διακρίσεις, εισάγει διακρίσεις, κάνουν διακρίσεις