Λέξη: άφησα

Σχετικές λέξεις: άφησα

άφησα ένα δάκρυ μου στην πόρτα σου, άφησα να μην ξέρω κική δημουλά, άφησα να μην ξέρω

Μεταφράσεις: άφησα

άφησα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
left, let, I left, I let, I left it

άφησα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
izquierda, izquierdo, siniestro, dejar, permitir, dejar que, deje, alquiler

άφησα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
linke, übriglassen, übrig, linkes, links, zurücklassen, überlassen, bleibend, verlassen, lassen, können, lassen Sie, ließ, wir

άφησα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sortirent, sortîmes, sorti, sorties, sortie, gauche, laisser, louer, laissez, faire, permettre

άφησα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sinistro, sinistra, lasciare, lasciare che, far, lasciate, lasciar

άφησα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esquerdo, canhoto, deixar, deixe, vamos, deixá

άφησα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
links, linker, laten, laat, laten we, te laten, liet

άφησα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
оставленный, левый, позволять, пусть, давайте, позволить, позвольте

άφησα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
venstre, la, lar, la oss, gi, fortelle

άφησα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
över, vänster, kvar, låt, låta, låter, låt oss, lät

άφησα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vasen, läksi, vasemmanpuoleinen, lähti, päästää, antaa, anna, avulla, päästi

άφησα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
venstre, lad, lade, lader, lad os, så

άφησα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
levý, levice, nechat, nechte, ať, nechal, dejte

άφησα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
opuszczać, lewostronny, lewicowy, pozostawiać, lewy, zostawiać, niech, pozwolić, dać, pozwól, pozwala

άφησα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bal, enged, hagyja, hadd

άφησα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
solda, sol, let, izin, bildirin, izin ver, verelim

άφησα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відставання, дозволяти, дозволятиме, дозволятимуть, дозволити

άφησα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
le të, le, lejoni, lejojnë

άφησα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нека, да, позволи, споделите, споделите с

άφησα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лево, дазваляць

άφησα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vasak, järel, vasakule, laskma, lase, lasta, lubage, andke

άφησα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
preostati, napustila, ostavio, lijevi, pustiti, neka, dopustite, dopustiti, ćemo

άφησα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vinstri, láta, skulum, látið, láttu, að láta

άφησα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
sinister

άφησα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kairys, leisti, tegu, tegul, leiskite, let

άφησα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kreisais, ļaut, ļaujiet, let, lai, pieņemsim

άφησα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ајде, нека, дозволете, ајде да, дозволувајте

άφησα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
stâng, lăsa, permite, lasa, permiteți, lăsați

άφησα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
levo, levice, naj, pustite, pustiti, dovolite, pustil

άφησα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ľavý, doľava, levice, nechať, dať, nechajte, nechat
Τυχαίες λέξεις