Λέξη: καλλιτεχνικός

Σχετικές λέξεις: καλλιτεχνικός

καλλιτεχνικός διευθυντής εθνικού θεάτρου, καλλιτεχνικός διαγωνισμός για τον σχεδιασμό του λογότυπου της κοινωνικής οικονομίας, καλλιτεχνικός οργανισμός μορφές έκφρασης, καλλιτεχνικός διευθυντής κθβε, καλλιτεχνικός διευθυντής, καλλιτεχνικός γύψος, καλλιτεχνικόσ σύλλογοσ δημοτικήσ μουσικήσ δόμνα σαμίου, καλλιτεχνικός διευθυντής αρμοδιότητες, καλλιτεχνικόσ οργανισμόσ δήμου βόλου, καλλιτεχνικός οργανισμός ποντίων αθηνών

Μεταφράσεις: καλλιτεχνικός

καλλιτεχνικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
artistic, of art, art, the artistic, art artistic

καλλιτεχνικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
artístico, artística, artísticas, artísticos, arte

καλλιτεχνικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
künstlerisch, kunstvoll, musisch, künstlerischen, künstlerische, künstlerischer, Kunst

καλλιτεχνικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
artiste, savant, artistique, artistiques, art

καλλιτεχνικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
artistico, artistica, artistiche, artistici, arte

καλλιτεχνικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
artístico, artística, Arte, artísticos, artísticas

καλλιτεχνικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kunstig, artistiek, kunstmatig, artistieke, Handgetekend en artistiek, kunstzinnige, kunst

καλλιτεχνικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
артистический, художественный, художественного, художественная, художественное, художественной

καλλιτεχνικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kunstneriske, kunstnerisk, kunst, kunstner

καλλιτεχνικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
artistisk, konstnärlig, konstnärliga, konstnärligt, konst

καλλιτεχνικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
taiteellinen, aistikas, taiteellisen, taiteellista, taiteen, taiteellisten

καλλιτεχνικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kunstnerisk, kunstneriske, kunst, den kunstneriske

καλλιτεχνικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
umělecký, umělecké, umělecká, uměleckou, uměleckým

καλλιτεχνικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kunsztowny, artystyczny, artystycznej, artystyczne, artystycznym, artystycznych

καλλιτεχνικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
művészi, művészeti, mûvészeti, a művészi, a művészeti

καλλιτεχνικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sanatkârane, artistik, sanatsal, sanat, sanatsal bir

καλλιτεχνικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мистецький, артистичний, художній

καλλιτεχνικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
artistik, artistike, artistike të, artistike e

καλλιτεχνικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
артистичен, художествен, художествена, художествено, артистична

καλλιτεχνικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мастацкі

καλλιτεχνικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kunstipärane, kunstiline, kunstilise, kunsti, kunsti-, kunstilist

καλλιτεχνικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
umjetničkog, artistički, umjetničkim, umjetnosti, umjetnički, umjetnička, umjetničko, umjetničke

καλλιτεχνικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lista, listrænn, listræna, listrænum, listræn

καλλιτεχνικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
meninis, meno, meninė, meninės, meninio

καλλιτεχνικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mākslas, māksliniecisks, mākslinieciskā, mākslinieciskais, māksliniecisko

καλλιτεχνικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
уметничка, уметнички, уметничко, уметничките, уметничкото

καλλιτεχνικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
artistic, artistică, artistice, artistica

καλλιτεχνικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
umetniška, umetniški, umetniško, artistic, umetniške

καλλιτεχνικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
umelecký, umeleckú, umelecké, umeleckého
Τυχαίες λέξεις