Māte στα ελληνικά
Μετάφραση: māte, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μητέρα, βασίλισσα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- māsasdēls στα ελληνικά - ανιψιός, ανιψιό, τον ανιψιό, ανηψιό, ο ανιψιός
- māsīca στα ελληνικά - εξάδελφος, ξάδερφος, εξαδέλφη, ξάδελφος, ξάδελφό
- mēle στα ελληνικά - εγκάθετος, γλώσσα, γλώσσας, τη γλώσσα, της γλώσσας, γλωττίδα
- mēms στα ελληνικά - εμβρόντητος, άφωνος, άναυδος, χαζός, μουγγός, άφωνους, άφωνο, ...
Τυχαίες λέξεις
Māte στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μητέρα, βασίλισσα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
Μεταφράσεις: μητέρα, βασίλισσα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική