Pelēcīgs στα ελληνικά
Μετάφραση: pelēcīgs, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γκρίζος, φαιός, υπόφαιος, γκριζωπός, γκριζοκόκκινα, γκριζωπό, γκριζωπή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- pelni στα ελληνικά - στάχτη, τέφρα, στάχτες, τέφρας, τέφρες
- pelnīt στα ελληνικά - απολαβή, κέρδος, ωφέλεια, κερδίζω, κερδίσουν, κερδίζουν, κερδίσετε, ...
- pelēks στα ελληνικά - φαιός, γκρίζος, γκρί, γκρι, γκρίζα, γκρίζο
- penis στα ελληνικά - στέλεχος, μέλος, ψωλή, Dick, πουλί, πούτσο, το πουλί
Τυχαίες λέξεις
Pelēcīgs στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γκρίζος, φαιός, υπόφαιος, γκριζωπός, γκριζοκόκκινα, γκριζωπό, γκριζωπή
Μεταφράσεις: γκρίζος, φαιός, υπόφαιος, γκριζωπός, γκριζοκόκκινα, γκριζωπό, γκριζωπή