Λέξη: δουκάτο

Σχετικές λέξεις: δουκάτο

δουκάτο νέων πατρών, δουκάτο λευκάδα, δουκάτο νόμισμα, δουκάτο πικέρμι, δουκάτο μπυραρία, δουκάτο του λουξεμβούργου, δουκάτο του αιγαίου πελάγους, δουκάτο των αθηνών, δουκάτο της νάξου, δουκάτο της κορνουάλης

Μεταφράσεις: δουκάτο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
duchy, dukedom, the Duchy, ducat, duchy of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ducado, duché, ducado de, Duchy
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
herzogtum, Herzogtum, Herzogtums, Herzogthum
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
duché, ducado, duché de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ducato, Duchy, Granducato, ducato di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ducado, duchy
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hertogdom, Groothertogdom, dom, togdom
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
герцог, герцогство, княжество, герцогством, герцогства, княжества
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hertugdømme, hertugdømmet, duchy, hertugdømmets
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
duchy, hertigdömet, hertigdöme, duchyen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herttuakunta, suurherttuakunta, suurherttuakunnan, herttuakunnan, suurherttuakunnalle
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hertugdømme, hertugdømmet, tugdømmet, dømmet, Luxem-
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vévodství, velkovévodství, velkovévodstvím, vévodstvím, Duchy
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
księstwo, Księstwa, duchy, księstwem, Księstwu
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hercegség, Nagyhercegség, hercegségben, Nagyhercegséget, hercegséget
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dükalık, Duchy, Dükalığı, Dukalığı, Düklüğü
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
герцогство, герцогства
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dukat, Dukatit, Dukatin, Dukati, të Dukatit
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
херцогство, херцогството, Великото херцогство, Duchy
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
герцагства
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hertsogkond, hertsogiriik, hertsogkonna, Suurhertsogiriik, Suurhertsogiriigi, vürstkonna
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vojvodstvo, grof, Vojvodstva, Duchy, kneževina
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hertogadæmið
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kunigaikštystė, Hercogystė, kunigaikštyste, Infliantai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
hercogiste, Lielhercogiste, hercogistes, Lielhercogistes, hercogisti
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
војводството, војводство, кнежевство, војводство се приклучи, кнежевството
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ducat, duchy, ducatul, ducatului, de ducat
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kneževina, vojvodina, vojvodstvo, vojvodstva, vojvodstvu
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vojvodstva, vojvodstvo, vojvodstvu, vojvodstve, vojvodstvá
Τυχαίες λέξεις