Λέξη: άφυλος
Συνώνυμα: άφυλος
χωρίς γεννητικά όργανα
Μεταφράσεις: άφυλος
άφυλος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
asexual
άφυλος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
asexual, asexuales, asexuada, asexuado
άφυλος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ungeschlechtlich, geschlechtslos, asexuelle, asexuellen, asexuell
άφυλος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agame, asexué, asexuée, asexués, asexuelle, asexuées
άφυλος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
asessuato, asessuale, asessuata, asessuati, asexual
άφυλος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assexuado, assexuada, assexual, asexual, assexuados
άφυλος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geslachtloos, aseksuele, aseksueel, ongeslachtelijke, asexuele
άφυλος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бесполый, бесполое, бесполого, бесполым, асексуален
άφυλος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aseksuell, aseksuelle, asexual, ukjønnet, ukjønnede
άφυλος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
asexuella, asexuell, asexual, könlös, asexuellt
άφυλος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suvuton, suvutonta, asexual, suvuttoman
άφυλος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
aseksuel, ukønnede, ukønnet, aseksuelle, aseksuelt
άφυλος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bezpohlavní, nepohlavní, asexuální, o nepohlavní, asexuálním
άφυλος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aseksualny, bezpłciowy, bezpłciowe, bezpłciowego, asexual
άφυλος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nem nélküli, ivartalan, aszexuális, aszexuálisak, az ivartalan
άφυλος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aseksüel, eşeysiz, asexual, cinsiyetsiz, eşeysiz üreyen
άφυλος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безстатевий
άφυλος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pa seks, aseksual, aseksuale, seks, interesohet për marrëveshje seksuale
άφυλος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безполов, безполово, безполовото, асексуална, асексуалното
άφυλος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бясполы
άφυλος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aseksuaalne, sugutu, mittesuguline, mittesugulise, aseksuaalse
άφυλος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
aseksualan, aseksualna, aseksualni, aseksualne, nespolna
άφυλος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
asexual
άφυλος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
belytis, aseksualus, Nelytinis, Asessuale, Bezdzimuma
άφυλος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bezdzimuma
άφυλος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
асексуален, асексуални, асексуална, бесполово, асексуално
άφυλος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
asexuat, asexuată, asexuata, asexuate, asexual
άφυλος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nespolno, za nespolno, nespolnih, aseksualna, nespolne narave
άφυλος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nepohlavné, bezpohlavný, pohlavnou, nie pohlavnou, nepohlavný