Saskanēt στα ελληνικά
Μετάφραση: saskanēt, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμπάρι, αρμονία, κρατώ, συμφωνία, ομόνοια, συμφωνώ, συμπεριφέρομαι, συμμορφούμαι, σειριακή θύρα, θύρα στην, παρηγορητικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sasitums στα ελληνικά - μώλωπας, μελανιά, μελανιάζω, μώλωπα, εκχύμωση, εκχυμώσεων
- saskaitīšana στα ελληνικά - συν, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
- saskatāms στα ελληνικά - διαπρεπής, διακεκριμένος, ευδιάκριτος, εξαιρετικός, ευδιάκριτη, διακριτά, ευδιάκριτο, ...
- saskatīt στα ελληνικά - σπυρί, μέρος, εντοπίζω, βούλα, διαβλέπω, αναγνωρίζω, διακρίνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Saskanēt στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμπάρι, αρμονία, κρατώ, συμφωνία, ομόνοια, συμφωνώ, συμπεριφέρομαι, συμμορφούμαι, σειριακή θύρα, θύρα στην, παρηγορητικά
Μεταφράσεις: αμπάρι, αρμονία, κρατώ, συμφωνία, ομόνοια, συμφωνώ, συμπεριφέρομαι, συμμορφούμαι, σειριακή θύρα, θύρα στην, παρηγορητικά