Spēcīgs στα ελληνικά
Μετάφραση: spēcīgs, Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λετονικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άκαμπτος, ισχυρός, άγριος, παράφορος, δυνατός, μανιασμένος, βίαιος, αλύγιστος, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- spāre στα ελληνικά - dragonfly
- spārns στα ελληνικά - φτερό, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πτερύγιο
- spēja στα ελληνικά - δύναμη, εξουσία, κύρος, ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, ...
- spējas στα ελληνικά - χάρισμα, προικοδότηση, δωρεά, ικανότητα, προτέρημα, ταλέντο, πεσκέσι, ...
Τυχαίες λέξεις
Spēcīgs στα ελληνικά - Λεξικό: λετονικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άκαμπτος, ισχυρός, άγριος, παράφορος, δυνατός, μανιασμένος, βίαιος, αλύγιστος, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές
Μεταφράσεις: άκαμπτος, ισχυρός, άγριος, παράφορος, δυνατός, μανιασμένος, βίαιος, αλύγιστος, ισχυρή, ισχυρό, ισχυρές