Маленький στα ελληνικά
Μετάφραση: маленький, Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
λευκορωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λίγο, κατάσταση, στενός, μετριόφρων, ασήμαντος, δήλωση, υπεξούσιος, μικροπρεπής, ελάσσων, μικρός, σεμνός, μικρή, μικρό, λίγη, λίγα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- магазын στα ελληνικά - αποθήκευση, αποθηκεύω, επιχείρηση, ανησυχία, υπόθεση, προβληματισμός, μαγαζί, ...
- малако στα ελληνικά - γάλα, αρμέγω, γάλακτος, γαλακτοκομικών, το γάλα, του γάλακτος
- масла στα ελληνικά - έλαια, λάδια, ελαίων, ορυκτελαίων, των λιπαρών
- масло στα ελληνικά - βούτυρο, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
Τυχαίες λέξεις
Маленький στα ελληνικά - Λεξικό: λευκορωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λίγο, κατάσταση, στενός, μετριόφρων, ασήμαντος, δήλωση, υπεξούσιος, μικροπρεπής, ελάσσων, μικρός, σεμνός, μικρή, μικρό, λίγη, λίγα
Μεταφράσεις: λίγο, κατάσταση, στενός, μετριόφρων, ασήμαντος, δήλωση, υπεξούσιος, μικροπρεπής, ελάσσων, μικρός, σεμνός, μικρή, μικρό, λίγη, λίγα