Στενός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: στενός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маленький, гарох, вузкi, абвяшчаць, блізка, блізкі
Στενός στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στενός

στενός δακτύλιος, στενός γυναικείος κόλπος, στενός και ευρύτερος δημόσιος τομέας, στενός συνώνυμα, στενόσ δημόσιοσ τομέασ, στενός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, στενός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • στενά στα λευκορωσικά - прыходзiць, прыстань, адбыцца, цесна, шчыльна
  • στενάζω στα λευκορωσικά - стогн, стогны, енк
  • στενόχωρος στα λευκορωσικά - нязручны, няёмкі, няёмкае, неудобный, нязручнае
  • στερέωση στα λευκορωσικά - фіксацыя, крымінагеннай
Τυχαίες λέξεις
Στενός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: маленький, гарох, вузкi, абвяшчаць, блізка, блізкі