Λέξη: κέρσορας

Σχετικές λέξεις: κέρσορας

κέρσορας ετυμολογία, κέρσορας σχέδια, κέρσορας στο word

Μεταφράσεις: κέρσορας

κέρσορας στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cursor, pointer, cursor is, cursor will

κέρσορας στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cursor, del cursor, cursor de, el cursor, de cursor

κέρσορας στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
positionsmarke, cursor, zeiger, schreibmarke, Cursor, Cursors, Mauszeiger

κέρσορας στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
index, curseur, le curseur, pointeur, curseur de

κέρσορας στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cursore, del cursore, il cursore, cursore del, cursore di

κέρσορας στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cursor, do cursor, cursor de, cursor do, cursor para

κέρσορας στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cursor, de cursor, cursor te, cursorpositie, cursor naar

κέρσορας στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
курсор, стрелка, указатель, движок, курсора, курсором, курсорные

κέρσορας στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
markøren, markør, pekeren

κέρσορας στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
markör, markören, pekaren, markörens

κέρσορας στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osoitinkapula, kursori, osoitin, liukukosketin, kohdistin, kohdistimen, kohdistinta

κέρσορας στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
markøren, cursor, markør, cursoren, markørens

κέρσορας στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
běžec, kurzor, kurzoru, kurzorem, kurzorového, kurzorové

κέρσορας στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kursor, znacznik, kursora, kursorem, kursora w, cursor

κέρσορας στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kurzor, tolóka, kurzort, kurzorral, kurzortól, a kurzor

κέρσορας στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
imleç, imleci, imlecin, bir imleç

κέρσορας στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
курсор

κέρσορας στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kursori, kursorin, kursorit, kursorin e, kursori i

κέρσορας στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стрелка, курсор, курсора, на курсора, курсора на, курсора на мишката

κέρσορας στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
курсор

κέρσορας στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kursor, kursori, kursorit, kursoriga, kursorist

κέρσορας στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rukopisni, pokazivač, kursor, kursora, pokazivača, kursorsku tipku

κέρσορας στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bendill, bendillinn, bendilinn, bendilinn til, bendil

κέρσορας στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žymeklis, žymeklį, kursorius, žymeklio, kursorių

κέρσορας στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kursors, kursoru, kursora, cursor

κέρσορας στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
курсорот, покажувачот, курсорот на, курсорот за, на курсорот

κέρσορας στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cursor, cursorul, cursorului, a cursorului, de cursor

κέρσορας στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kazalec, kazalka, kurzor, kurzorja, kazalca

κέρσορας στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kurzor, kurzora, kurzorom
Τυχαίες λέξεις