Atšaldyti στα ελληνικά

Μετάφραση: atšaldyti, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δροσερός, ψύχρα, chill, ψύξης, ψύξεως, χαλάρωσης
Atšaldyti στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • atvykti στα ελληνικά - έρχομαι, φθάνω, φτάνω, φτάσετε, φθάνουν, φτάνουν, φθάσει, ...
  • atėjimas στα ελληνικά - άφιξη, έλευση, εμφάνιση, ερχομό, έλευσης
  • atšipęs στα ελληνικά - μονοκόμματος, αμβλύς, απότομος, αμβλύ, αμβλεία, αμβλείας, αμβλέα
  • audeklas στα ελληνικά - ύφασμα, πανί, υφάσματος, υφάσματα, υφασμάτων
Τυχαίες λέξεις
Atšaldyti στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δροσερός, ψύχρα, chill, ψύξης, ψύξεως, χαλάρωσης