Λέξη: απόρρητος

Σχετικές λέξεις: απόρρητος

απόρρητος φάκελος αλίκη βουγιουκλάκη μια ζωντανή ανθρώπινη μαρτυρία, απόρρητος φάκελος κοίλη γη, απόρρητος ετυμολογία, απόρρητος φάκελος ιπκρες, απόρρητος φάκελος κωνσταντινούπολη, απόρρητος φάκελος τσαμουριά, απόρρητος αριθμός, απόρρητος φάκελος αλίκη βουγιουκλάκη

Συνώνυμα: απόρρητος

εσωτερικός, μυστικός, απόκρυφος, εμπιστευτικός

Μεταφράσεις: απόρρητος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
classified, secret, confidential, esoteric, as secret
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
clandestino, arcano, misterio, enigma, secreto, confidencial, confidenciales, confidencialidad, confidencial de, carácter confidencial
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geheimnisvoll, rätsel, geheimsache, eingestuft, geheim, geordnet, mysterium, klassifiziert, vertraulich, vertrauliche, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
classa, classifiée, mystérieux, classé, classifiâmes, classifiés, cachettent, classifié, classèrent, secret, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riservato, mistero, indovinello, segreto, confidenziale, riservate, confidenziali, riservata
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sigilo, mistério, segredo, enigma, adivinhação, confidencial, confidenciais, confidencialidade
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
raadsel, puzzel, verborgen, confidentie, geheim, mysterie, geheimenis, vertrouwelijk, vertrouwelijke, de vertrouwelijke, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
потайной, затаенный, зашифрованный, конспиративный, невысказанный, загадка, секретный, секрет, доверительный, негласный, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hemmelig, hemmelighet, mysterium, konfidensiell, konfidensielle, konfidensielt, fortrolig, fortrolige
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hemlighet, hemlig, mysterium, konfidentiell, konfidentiella, konfidentiellt, sekretessbelagda, sekretessbelagd
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
salainen, salaisuus, arvoitus, luottamuksellinen, luottamuksellisia, luottamuksellisina, luottamuksellista, luottamuksellisten
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hemmelighed, mysterium, gåde, hemmelig, mystik, fortroligt, fortrolige, fortrolig, for fortrolige
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
záhada, utajený, skrytý, tajnost, důvěrný, tajemný, tajemství, tajný, schovaný, záhadný, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sekret, dyskretny, tajny, sekretny, tajemny, tajnik, tajemnica, poufny, tajemniczy, konspiracyjny, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
titok, titokzatos, bizalmas, a bizalmas, bizalmasnak, bizalmasan, titkos
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
gizem, bilmece, gizlin, gizli, sır, gizlidir, gizlilik, gizli bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
потайний, секрет, секретний, таємний, класифікований, потайливий, конфіденційна, конфіденційну, конфіденційною, конфіденційне
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fshehur, i fshehtë, sekret, konfidenciale, konfidencial, fshehtë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тайна, тайно, таен, поверителен, поверителна, поверителни, поверително, конфиденциална
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канфідэнцыйная, канфідэнцыяльная, канфэдэнцыйным, прадметам канфэдэнцыйным
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liigitatud, saladus, salajane, salastatud, klassifitseeritud, konfidentsiaalne, konfidentsiaalset, konfidentsiaalse, konfidentsiaalsena, konfidentsiaalsed
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tajan, skrovit, uzdržljiv, razvrstan, tajni, skriven, razvrstanih, razvrstavati, povjerljiv, povjerljive, ...
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trúnaðarmál, trúnaðarupplýsingar, trúnaði, leyndum, trúnaðarupplýsingar sem
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paslaptingumas, mįslė, paslaptis, mįslingumas, konfidencialus, konfidenciali, konfidencialia, konfidencialūs, konfidencialios
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noslēpums, mīkla, konfidenciāls, konfidenciālu, konfidenciāla, konfidenciāli, konfidenciāliem
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
доверливи, доверлива, доверливите, доверлив, доверливо
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
enigmă, misterios, tain, confidențial, confidențiale, confidențială, confidentiale, de confidențialitate
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zaupno, zaupne, zaupni, zaupen, zaupna
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klasifikovaný, tajný, tajomstvo, dôverný, dôverné, dôvernosť, sú dôverné, dôvernosti
Τυχαίες λέξεις