Laivo στα ελληνικά

Μετάφραση: laivo, Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
λιθουανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβιβάζομαι, σανίδα, πλοίο, πλοίου, πλοίων, του πλοίου, πλοία
Laivo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • laivas στα ελληνικά - σκεύος, πλοίο, αγγείο, σκάφος, πλοίου, πλοίων, του πλοίου, ...
  • laivelis στα ελληνικά - βάρκα, φελούκα, βαρκούλα, πλοιάριο, λέμβος, φελούκες
  • laiškas στα ελληνικά - γράμμα, επιστολή, έγγραφο, επιστολής
  • lakas στα ελληνικά - βερνικώνω, στίλβωση, Πολωνός, πολωνικός, polish, Πολωνικά
Τυχαίες λέξεις
Laivo στα ελληνικά - Λεξικό: λιθουανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβιβάζομαι, σανίδα, πλοίο, πλοίου, πλοίων, του πλοίου, πλοία