Λέξη: τσίτσιδος
Μεταφράσεις: τσίτσιδος
τσίτσιδος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
naked, stark naked
τσίτσιδος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
corito, desnudo, completamente desnudo, completamente desnudos, completamente desnuda, desnuda
τσίτσιδος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nackt, kahl, bloß, splitternackt, völlig nackt, splitterfasernackt, ganz nackt
τσίτσιδος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dénudé, nu, complètement nu, tout nu, toute nue, nue
τσίτσιδος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
disadorno, brullo, nudo, completamente nuda, completamente nudo, nuda, nudi
τσίτσιδος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
nu, despido, ingénuo, completamente nu, completamente nua, totalmente nua, completamente nus, nu em pêlo
τσίτσιδος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
naakt, onbedekt, onopgesmukt, ontbloot, bloot, poedelnaakt, spiernaakt, helemaal naakt, poedelnaakte
τσίτσιδος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
явный, голый, лишенный, неизолированный, беззащитный, голословный, неоседланный, раздетый, обнаженный, нагой, незащищенный, голышом, нагишом, совершенно голый, совершенно голая
τσίτσιδος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
snau, bar, naken, sterk naken, splitter naken, nakne, helt nakne
τσίτσιδος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kal, bar, naken, spritt naken, helt nakna, spritt språngande naken, alldeles nakna
τσίτσιδος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nakuna, munasillaan, ilkosillaan, alaston, paljas, ilkosen alasti
τσίτσιδος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nøgen, bar, splitternøgen, splitternøgne, helt nøgen, nøgne, helt nøgne
τσίτσιδος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
holý, nahatý, nahý, obnažený, úplně nahý, úplně nahá, nahá, ostrý nahý
τσίτσιδος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nagi, goły, nago, naga, zupełnie nagi, całkiem nagi
τσίτσιδος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
anyaszült meztelenül, meztelenül, teljesen meztelenül, anyaszült meztelen, meztelen
τσίτσιδος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açık, çıplak, çırılçıplak, stark çıplak, anadan doğma
τσίτσιδος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відкритий, беззахисний, оголений, роздягнутий, голяка, голяком, голими, голою, голишом
τσίτσιδος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zhveshur, i zymtë, zymtë, Stark, të zymtë, e zymtë
τσίτσιδος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
гол-голеничък, чисто гола
τσίτσιδος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
галышом, голышом, галяком, галышам, музеі голы
τσίτσιδος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haavatav, alasti
τσίτσιδος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
javan, neizoliran, nag, gol, gole, stark naked, gol golcat
τσίτσιδος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ber, áþreifanleg, Stark, blákaldur
τσίτσιδος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuogas, Stark, visiškas, akivaizdus, Starkas, visiška
τσίτσιδος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kails, stark, krasā, Štarks, Starks, sastindzis
τσίτσιδος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дијаметрално, остар, Старк, Stark, гола
τσίτσιδος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
gol, gol pușcă, goală pușcă
τσίτσιδος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gol, stark, ostrem, Stark je, groba
τσίτσιδος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nahý, holý, úplne nahý