Λέξη: μπόχα

Σχετικές λέξεις: μπόχα

μπόχα ετυμολογία, μπόχα βρώμα του παο, μπόχα βρώμα

Συνώνυμα: μπόχα

κορεσμός, χορτασμός, κόρεση

Μεταφράσεις: μπόχα

μπόχα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stench, satiety, stink

μπόχα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hediondez, peste, hedor, saciedad, la saciedad, de saciedad, sensación de saciedad

μπόχα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gestank, Sättigung, Sättigungs, Sättigungsgefühl, Sattheit

μπόχα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
relent, fusil-mitrailleur, puanteur, odeur, satiété, la satiété, de satiété, sensation de satiété, de la satiété

μπόχα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
puzzo, fetore, tanfo, lezzo, sazietà, di sazietà, la sazietà, senso di sazietà, della sazietà

μπόχα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
saciedade, a saciedade, de saciedade, da saciedade, satiety

μπόχα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stank, oververzadiging, verzadigdheid, verzadiging, verzadigingsgevoel, van verzadiging

μπόχα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вонь, смрад, зловоние, вонища, сытость, насыщение, сытости, насыщения, пресыщение

μπόχα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stank, metthetsfølelse, satiety, metthet, metthets, mette

μπόχα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stank, mättnad, satiety, mättnadskänsla, mättnads, mättnadskänslan

μπόχα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haisu, haju, katku, lemu, löyhkä, kylläisyys, kylläisyyden, kylläisyyden tunnetta, kylläisyyttä, kylläisyydentunteen

μπόχα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stank, mæthed, mæthedsfornemmelse, mæthedsfornemmelsen, mæthedsfornemmelsesgivende

μπόχα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pach, zápach, přesycení, nasycenost, sytosti, pocit sytosti, nasycenosti

μπόχα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
swąd, smród, fetor, odór, sytość, sytości, satiety, przesyt, uczucie sytości

μπόχα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jóllakottság, a jóllakottság, jóllakottsági, jóllakottságot, jóllakottság érzését

μπόχα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tokluk, doygunluk, doyma, doyum, doymuşluk

μπόχα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сморід, ситість, насичуєтеся

μπόχα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngopje, ngimje, velje

μπόχα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зловоние, преситеност, насита, пресита, ситост, засищане

μπόχα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сытасць, ўнядосыць, дрэнны

μπόχα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hais, lehk, küllastatus, küllastustunde, täiskõhutunde, küllastustunnet, täiskõhutunne

μπόχα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
smrad, sitost, sitosti, zasićenost, je sitost

μπόχα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
satiety

μπόχα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dvokas, tvaikas, smarvė, sotis, sotumas, sotumo, persisotinimas, persotinimas

μπόχα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
smirdoņa, smaka, pārmērība, sāta, sāta sajūtu, sāta sajūta, sātu

μπόχα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ситост, заситеноста, наситка, заситеност, ситоста

μπόχα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
duhoare, săturare, sațietate, satietate, sațietății, sațietatea

μπόχα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sitost, sitosti, Zasićenost, občutek sitosti

μπόχα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zápach, puch, presýteniu, presýtenia, presýtenie, preťaženiu, jej preťaženiu
Τυχαίες λέξεις