Λέξη: εξευγενίζω

Σχετικές λέξεις: εξευγενίζω

εξευγενίζω συνώνυμα

Συνώνυμα: εξευγενίζω

βερνικώνω, λουστράρω, γυαλίζω, στιλβώ, στιλβώνω, εκκαθαρίζω, διυλίζω, αστικοποιώ, εκπολιτίζω

Μεταφράσεις: εξευγενίζω

εξευγενίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ennoble, urbanize, polish, refine

εξευγενίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ennoblecer, urbanizar, urbanizarse, urbanize, urbanizándose, urbanizar las

εξευγενίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
veredeln, adeln, verstädtern, urbanisieren, urbanize, Urbanisierung, Verstädterung

εξευγενίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ennoblissez, anoblis, anoblir, ennoblis, ennoblissons, anoblissez, améliorer, agrandir, anoblissent, ennoblissent, urbaniser, se urbaniser, urbanizar, urbanisation de, urbanisé

εξευγενίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
nobilitare, raffinare, urbanizzare, urbanizzazione, urbanize, urbanizzarsi, urbanizzare le

εξευγενίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
urbanizar, urbanização, urbanize, urbanização de, urbanizarem

εξευγενίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
steeds maken, verstedelijken, urbaniseren

εξευγενίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
облагораживать, урбанизировать, урбанизации, процесс урбанизации

εξευγενίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
modernisere

εξευγενίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
urbanisera

εξευγενίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
korottaa, urbaanistaa, kaupungistaa, urbanisoituu, määrä urbanisoituu, suurempi määrä urbanisoituu

εξευγενίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
urbanize

εξευγενίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
povznést, zušlechtit, urbanizovat, poměštit

εξευγενίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nobilitować, uczłowieczać, uszlachetniać, uszlachetnić, zurbanizować, urbanizować, urbanize

εξευγενίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
városiasít, urbanizál

εξευγενίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şehirleştirmek, kentleştirmek, kibarlaştırmak, kentleflmeye, urbanize

εξευγενίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
облагородьте, урбанізувати

εξευγενίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
edukoj, urbanizuar, të urbanizuar, urbanizojë, urbanizojmë

εξευγενίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
погражданявам, придавам градски, придавам градски характер на, придавам градски вид на

εξευγενίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўрбанізаваным, урбанізаваных, урбанізаваная, ўрбанізаваныя, ўрбанізавацца

εξευγενίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õilistama, urbaniseerima, linnastama, Urbaanistaa

εξευγενίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oplemeniti, urbanizovati, urbaniziranje

εξευγενίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
urbanize

εξευγενίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Subtilaus, Urbanizować, mandagūs, Daryti mandagūs, Paversti miestą

εξευγενίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izsmalcināt, pārvērst par pilsētu

εξευγενίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
урбанизира, ја урбанизира

εξευγενίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
urbaniza, urbanizare

εξευγενίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Urbanizovati, urbanize

εξευγενίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
urbanizovat
Τυχαίες λέξεις