Årstid στα ελληνικά
Μετάφραση: årstid, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περίοδος, νοστιμίζω, περίοδο, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Μεταφράσεις
- årsak στα ελληνικά - σκοπός, προκαλώ, έδαφος, γη, προξενώ, λόγος, αιτία, ...
- årsdag στα ελληνικά - επέτειος, έτος, Έτους, Χρονολογία, Χρονιάς, Χρονιά
- årtusen στα ελληνικά - χιλιετηρίδα, χιλιετίας, χιλιετία, Millennium, της Χιλιετίας
- årvåken στα ελληνικά - άγρυπνος, επαγρύπνηση, εγρήγορση, επαγρυπνούμε, σε εγρήγορση, επαγρυπνεί
Τυχαίες λέξεις
Årstid στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περίοδος, νοστιμίζω, περίοδο, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
Μεταφράσεις: περίοδος, νοστιμίζω, περίοδο, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου