Λέξη: παραδέχομαι
Σχετικές λέξεις: παραδέχομαι
παραδέχομαι ρέμος, παραδέχομαι αντώνυμο, παραδέχομαι ως έγκυρο, παραδέχομαι συνώνυμα, παραδέχομαι παντελιδης, σε παραδέχομαι, παραδέχομαι english, σε παραδέχομαι παντελιδης
Συνώνυμα: παραδέχομαι
ομολογώ, επιτρέπω την είσοδον, εισάγω, αναγνωρίζω, επιτρέπω, δέχομαι, χορηγώ, παραχωρώ, καταλογίζω, αποδέχομαι, εξομολογούμαι, εξομολογώ
Μεταφράσεις: παραδέχομαι
παραδέχομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accept, admit, concede, confess, I admit
παραδέχομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
conceder, declarar, confesar, permitir, admitir, tomar, asentir, reconocer, admitirlo, admitir que, admitir a
παραδέχομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufnehmen, annehmen, zulassen, entgegennehmen, einlassen, zugeben, akzeptieren, anerkennen, eingestehen
παραδέχομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prendre, adopter, allouer, agréent, acceptez, reconnaître, admettons, confesser, permettre, accueillir, recevoir, accepter, admettez, accorder, admettre, tolérer, avouer, l'admettre, admettre que
παραδέχομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accettare, gradire, confessare, accogliere, riconoscere, concedere, ospitare, ammettere, ammetterlo, ammettere che, ammettere di
παραδέχομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reconhecer, acatar, confessar, professar, topar, aceitar, acolher, admitir, admitem, admito, admite, admitir que
παραδέχομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toegeven, bekennen, aannemen, ontvangen, binnenlaten, toelaten, erkennen, toe, toegeven dat
παραδέχομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
впускать, соглашаться, допустить, признаться, признать, впустить, припуститься, акцептовать, акцептировать, уступать, принимать, припустить, предполагать, принять, позволять, стерпеться, признавать
παραδέχομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilstå, godkjenne, innrømme, godta, vedgå, innrømmer, innrømme at, å innrømme
παραδέχομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillstå, anamma, instämma, antaga, erkänna, acceptera, godtaga, medge, medger, erkänner, erkänna att
παραδέχομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päästää, myöntää, hyväksyä, ottaa, uskoa, ottaa vastaan, suostua, huolia, vastaanottaa, tunnustaa, kannattaa, myöntävät
παραδέχομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
modtage, godtage, tage, bekende, indrømme, indrømmer, optage
παραδέχομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přijmout, přijímat, vpustit, připustit, doznat, přiznávat, připouštět, přiznat, uznat, dovolovat, akceptovat
παραδέχομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pogodzić, przyjąć, zgadzać, honorować, stwierdzać, przyjmować, przyznawać, dopuszczać, zezwolić, zaakceptować, dopuścić, zezwalać, przyznać, akceptować, przystać, wpuszczać, przyznają, Przyznaję
παραδέχομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
Bevallom, elismerem, beismerni, vallanom, ismernem
παραδέχομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
almak, itiraf etmek, itiraf, kabul, itiraf etmeliyim, kabul ediyorum
παραδέχομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приймати, припускатися, прийняти, погоджуватися, поступатися, визнавати, визнаватиме, визнати, визнаватимуть
παραδέχομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lejoj, pranoj, pranojnë, pranojë, të pranoj, pranojmë
παραδέχομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
признавам, призная, признаем
παραδέχομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
атрымлiваць, прыймаць, узяць, атрымоўваць, прызнаваць, прызнаць
παραδέχομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
möönma, tunnustama, saavutus, aktsepteerima, tunnistama, tunnistada, tunnistavad
παραδέχομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
primiti, pripustiti, pustiti, akcentuacija, isticanje, odobriti, dopustiti, priznati, priznaju, priznajem, priznati da, priznaje
παραδέχομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þiggja, viðurkenna, að viðurkenna, viðurkenni, viðurkenna að, játa
παραδέχομαι στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
suscipio, agnosco, fateor
παραδέχομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pripažinti, priimti, pripažįsta
παραδέχομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atzīt, piekrist, uzņemt, pieņemt
παραδέχομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Признавам, признаам, признаеме, признаваат, признае
παραδέχομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
accepta, admite, recunoaşte, recunosc, admită, admit, admitem
παραδέχομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sprejeti, pustit, priznati, priznam, priznavajo
παραδέχομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
priznať, udeliť, poskytnúť, uznať