Bo στα ελληνικά

Μετάφραση: bo, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατοικώ, ζωντανός, μένω, διαμένω, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Bo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bløt στα ελληνικά - μαλακός, μαλακό, μαλακή, μαλακά, μαλακών
  • bløthet στα ελληνικά - απαλότητα, απαλότητας, μαλακότητα, μαλακότητας, την απαλότητα
  • bod στα ελληνικά - εξέδρα, θάλαμος, παράπηγμα, πάγκος, αποθήκη, κελάρι, αποθήκης
  • boikotte στα ελληνικά - μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, το μποϊκοτάζ
Τυχαίες λέξεις
Bo στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατοικώ, ζωντανός, μένω, διαμένω, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει