Λέξη: αμφίβιο
Σχετικές λέξεις: αμφίβιο
περιοδικό αμφίβιο, αμφίβιο όχημα, αμφίβιο σπίτι, χελώνα αμφίβιο, αμφίβιο πλοίο, αμφίβιο λεωφορείο, αμφίβιο λεωφορείο - ολλανδία, αμφίβιο αυτοκίνητο, αμφίβιο αεροσκάφος, τρίτωνας αμφίβιο
Μεταφράσεις: αμφίβιο
αμφίβιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amphibian, amphibious, an amphibian, an amphibious
αμφίβιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anfibio, anfibios, de anfibios, los anfibios, anfibia
αμφίβιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
lurch, Amphibie, amphibisch, Amphibien
αμφίβιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amphibie, amphibiens, Amphibien, Amphibian, des amphibiens
αμφίβιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
anfibio, anfibi, Amphibian, ambiente anfibio, degli anfibi
αμφίβιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anfíbio, anfíbios, de anfíbios, dos anfíbios, amphibian
αμφίβιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
amfibie, amfibieën, amfibische
αμφίβιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
амфибия, земноводные, танк-амфибия, амфибийный, плавающий, земноводный, амфибии, амфибий, земноводное
αμφίβιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
amfibier, amfibium, amphibian, amfibiefly, amfibie
αμφίβιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amfibie, Amphibian, amfibieflygplan, amfibisk, groddjur
αμφίβιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sammakkoeläin, amfibilentokone, amfibio-, amfibi-, amfibio
αμφίβιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
padde, amfibieflyvemaskine, amfibiedyr, amfibiefly, padder
αμφίβιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obojživelník, obojživelný, obojživelníka, obojživelníků, obojživelné
αμφίβιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
amfibia, płaz, ziemnowodny, płazów, płaza, płazy
αμφίβιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kétéltű, kétéltü, kétéltűek, amphibian, a kétéltűek
αμφίβιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
amfibi, amfibiyen, amfibik, bir amfibiyen
αμφίβιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
амфібія, літак-амфібія, амфибия
αμφίβιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
amfib, mjet amfib
αμφίβιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
амфибия, самолет-амфибия, хидроплан, земноводно животно, земноводно
αμφίβιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
амфібія
αμφίβιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
amfiiblennuk, kahepaikne, kahepaiksete, amfiiblennuki, kahepaikse, kahepaikse-
αμφίβιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vodozemac, vodozemni, amfibija, amfibijski, vodozemca, vodozemca ili
αμφίβιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
láðs, láðs og, láðs og lagarfis
αμφίβιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
amfibija, amfibijai, varliagyvių, amphibian, Amfibijų
αμφίβιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
abinieks, amfībija, abinieku, abiniekiem, Abinieka
αμφίβιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
амфибиски, водоземци, амфибија, на водоземци, Водоземец
αμφίβιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
amfibiu, amfibieni, amfibie, amfibian, amfibienilor
αμφίβιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dvoživka, amfibijsko, dvoživke, dvoživkami, dvoživk
αμφίβιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obojživelník, obojživelný
Τυχαίες λέξεις