Λέξη: αποπνικτικός
Σχετικές λέξεις: αποπνικτικός
αποπνικτικός συνωνυμα
Συνώνυμα: αποπνικτικός
πνιγερός, υγρός και θερμός, θερμός και πνιγηρός, πνηγηρός, πνικτικίς
Μεταφράσεις: αποπνικτικός
αποπνικτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stuffy, sultry, muggy, suffocating, stifling, choking
αποπνικτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bochornoso, sofocante, sensual, bochornosa, seductora
αποπνικτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dumpfig, stickig, schwül, schwülen, schwüle, schwüler, sultry
αποπνικτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
suffocant, farce, étouffant, sensuelle, étouffante, lourd, sensuel
αποπνικτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
afoso, afosa, sensuale, sultry, afose
αποπνικτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
abafado, sensual, sultry, abafada, sufocante
αποπνικτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwoel, zwoele, sultry, broeierige, wellustige
αποπνικτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неинтересный, старомодный, консервативный, затхлый, спертый, чванливый, сварливый, важничающий, заложенный, душный, сердитый, скучный, пуританский, знойный, знойная, знойной, знойное
αποπνικτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trykkende, sensuelle, sensuell, lummer, sultry
αποπνικτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kvav, sultry, sensuell, tryckande, kvava
αποπνικτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tunkkainen, ikävä, painostava, hiostava, sultry, kiihkeä, intohimoisesta
αποπνικτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lummer, trykkende, lumre, lummert, sensuel
αποπνικτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dusný, smyslný, dusná, dusné, dusno
αποπνικτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
duszny, nudny, zły, gorący, parny, namiętny, sultry
αποπνικτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zabos, begyöpösödött, fülledt, tikkasztó, rekkenő, érzéki, perzselő
αποπνικτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
boğucu, ateşli, boğucu bir, sultry, ihtiraslı
αποπνικτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
нецікавий, нудний, чванливий, занудливий, спертий, спекотний, пекучий, спекотного, спекотливий, спекотне
αποπνικτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i zjarrtë, zjarrtë, mbytës, e zjarrtë
αποπνικτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
страстен, зноен, знойна, сензационен, знойната
αποπνικτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гарачы, спякотны, сьпякотны, спякотнае, гарачае
αποπνικτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kinnine, umbne, igav, lämbe, särtsakas, särtsaka, haudjas, kirglikus
αποπνικτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zagušljiv, sparan, sparno, zaparan
αποπνικτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sultry
αποπνικτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
temperamentingas, aistringas, geidulingas, alpus, kaitrus
αποπνικτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tveicīgs, svelmīgs
αποπνικτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сензационен, Огнен, спарно, жешки, спарниот
αποπνικτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sufocant, sultry, înăbușitoare, sufocanta, arzător
αποπνικτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
soparno, sultry, Sparan
αποπνικτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dusný, dusného, dusnatého, dusný sa, dusným
Τυχαίες λέξεις