Bor στα ελληνικά

Μετάφραση: bor, Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
νορβηγικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τρυπάνι, άσκηση, τριβελίζω, τροχός, ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, τις ζωές
Bor στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bonus στα ελληνικά - δώρο, μπόνους, επίδομα, επιδομάτων
  • bopel στα ελληνικά - κατοικία, σπίτι, διαμονή, διαμονής, κατοικίας, παραμονής
  • bord στα ελληνικά - τραπέζι, πίνακας, επιβιβάζομαι, σανίδα, πίνακα, επιτραπέζιων, πίνακα που
  • bordell στα ελληνικά - πορνείο, οίκο ανοχής, ανοχής, οίκων ανοχής, οίκος ανοχής
Τυχαίες λέξεις
Bor στα ελληνικά - Λεξικό: νορβηγικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τρυπάνι, άσκηση, τριβελίζω, τροχός, ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, τις ζωές